''σκαλωσιά''...προς τη γνώση Εαυτού

...περί ψυχοθεραπείας και αυτογνωσίας- Βαλάντης Χουτοχρήστος -Ψυχολόγος,Ψυχοθεραπευτής & Συνυπεύθυνος Ομάδας ''ΠΡΟΒΑΛΛοντας...''


Καλωσήρθατε στο προσωπικό μου blog!

Ο όρος ''σκαλωσιά'' είναι εμπνευσμένος απο τον ψυχολόγο Lev Vygotsky, ο οποίος μελέτησε αρκετά την έννοια της γνώσης και τις διαδικασίες μάθησης, εστιάζοντας ιδιαίτερα στη σχέση εκπαιδευτικού και μαθητή.Χρησιμοποίησε δε τον όρο ''scaffolding'', που μεταφράζεται με τον όρο ''πλαίσιο στήριξης'' ή ''σκαλωσιά'', για να περιγράψει την διαδικασία μάθησης μέσα από την σχέση δασκάλου και μαθητή. Στόχος- κατα τον Vygotsky- του εκπαιδευτικού είναι να βοηθήσει με ''σκαλωσιές'' τον μαθητή του να εσωτερικεύσει τη γνώση και, έπειτα, να προχωρήσει ο ίδιος πια μόνος και έμπειρος στο δρόμο της μάθησης
,της κάθε νέας μάθησης...

Κάπως έτσι ορίζεται και για μένα ο δρόμος της ψυχοθεραπείας, αλλά και η σχέση του θεραπευτή με τον αναλυόμενό του...

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2009



Γράμμα Αναδιαμόρφωσης- Reformulation Letter


επιμέλεια: Χουτοχρήστος Βαλάντης- ψυχολόγος


Στη Γνωσιακή Αναλυτική θεραπεία χρησιμοποιούμε -ως ενα πολύ σημαντικό εργαλείο- το ''Γράμμα Αναδιαμόρφωσης'' (Reformulation Letter). Συντάσσεται απο τον θεραπευτή (και δίνεται χέρι χέρι στον πελάτη) μετά τις 3-4 πρώτες συνεδρίες με τον πελάτη και λειτουργεί στην ουσία ως ένας καθρέφτης των όσων μας έχει πει για την δική του ιστορία. Δεν λειτουργούμε κατευθυντικά, αλλά προσπαθούμε με τρόπο απλό και με βάση τις εξομολογήσεις του πελάτη μας να τον βοηθήσουμε να οργανώσει τις πληροφορίες που αφορούν τους φαύλους κύκλους των συμπεριφορών και των αρνητικών σκέψεών του, ενώ παράλληλα δημιουργείται ένας χάρτης των συναισθηματικά φορτισμένων ''ανταποδοτικών του ρόλων''. Το Γράμμα Αναδιαμόρφωσης θα λέγαμε ότι είναι μια γερή γέφυρα για την μετέπειτα θετική συνεργασία ανάμεσα σε θεραπευτή και πελάτη.


παράδειγμα:

Αγαπητή Β,

σου έγραψα αυτό το γράμμα προσπαθώντας να κατανοήσω μαζί σου ποια περίπου είναι η κατάσταση στη ζωή σου τώρα και σε τι στάδιο βρίσκεται η θεραπεία που κάνουμε μαζί. Η συμβολή σου στο γράμμα αυτό είναι επιθυμητή έως απαραίτητη και αν κάπου πιστεύεις πως έχω παραλείψει ή διαστρεβλώσει κάτι θα ήθελα να παρέμβεις.
Από αυτά που μου έχεις περιγράψει μέχρι τώρα στο θεραπευτικό δωμάτιο σε νιώθω λίγο μπερδεμένη σχετικά με τις προσωπικές σου σχέσεις. Δε σου κρύβω, Β, ότι κάποιες φορές έχω νιώσει και εγώ μπερδεμένος για την θεραπευτική σχέση που χτίζουμε μαζί και είναι απορία μου αν μπορεί να μου το μεταδίδεις εσύ αυτό και αν ίσως γίνεται κάτι τέτοιο και με άλλα σημαντικά για σένα πρόσωπα, όπως για παράδειγμα τους ερωτικούς σου συντρόφους, οι οποίοι φαίνεται να παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή σου αυτή την περίοδο. Μην ξεχνάς πως από τη πρώτη μας συνεδρία άρχισες να μιλάς αρκετά για αυτούς.
Μου έχεις πει ότι έχεις μια ‘σοβαρή’ σχέση με τον Δ και μιλήσαμε αρκετά για αυτόν. Μου είπες ότι σε αγαπά και ότι τον αγαπάς και εσύ. Μου έχεις τονίσει αρκετές φορές πως ‘είναι δικός σου άνθρωπος, ότι θα έκανε τα πάντα για σένα’ λέγοντας χαρακτηριστικά πως ‘αυτό είναι κάτι δεδομένο’ για σένα. Παράλληλα, όμως, έχεις αναφερθεί και στις ερωτικές επαφές που έχεις συχνά με τον προιστάμενό σου στο χώρο που εργάζεσαι, ο οποίος όπως μου έχεις αναφέρει δεν θέλει κάτι πιο μόνιμο από σένα. Φαίνεται να είναι πολύ σημαντικός για κάποιο λόγο ο άνθρωπος αυτός, που χώρισες ‘παρορμητικά’ τον Δ μετά από ένα καυγά ενώ μετά από κάποιο διάστημα αποφάσισες να γυρίσεις πίσω στον ίδιο αλλά ο Δ ήταν πια κάπου αλλού, με νέα ερωμένη. Όπως μου είπες ‘ήταν ένα βαρύ και μη αναμενόμενο πλήγμα’ αυτό για σένα.
Νιώθω, λοιπόν, Β ,ότι το μπέρδεμά σου είναι μεγάλο, και λογικό σε ένα βαθμό εστιάζοντας στη κατάσταση που μόλις περιγράφηκε. Καταλαβαίνω ότι τα συναισθήματα απώλειας και μοναξιάς σε δυσκολεύουν τώρα αλλά θα ήθελα μαζί να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε μαζί ποιος είναι ο δικός σου ρόλος σε αυτές τις καταστάσεις που ίσως είναι μια επανάληψη ενός παλιού σκηνικού που σου είναι δύσκολο να ανακαλέσεις. Όσο αφορά, λοιπόν, στη σχέση σου με τον Δ, μου έχεις πει ότι πολλές φορές όταν τον νιώθεις αποστασιοποιημένο συναισθηματικά από σένα, του ‘γκρινιάζεις’ ή του ‘κρατάς μούτρα με διάφορες αφορμές για να του τραβήξεις την προσοχή’ .Άλλες φορές πάλι προσπαθείς να λύσεις καυγάδες με το να τον ‘προκαλείς σεξουαλικά’ ή ‘να χρησιμοποιείς το ότι περιμένει από σένα να βρει δουλειά’, όπως μου έχεις αναφέρει. Μου έχεις πει ότι έτσι ‘βρίσκεις την ηρεμία σου αλλά παρόλα αυτά κάτι στη σχέση σας μένει στάσιμο’. Από την άλλη, την σχέση σου με τον Φ την αποκαλείς ‘περιπετειώδη’. Μου έχεις πει ότι θα ήθελες να είστε μαζί αλλά υπάρχει κάτι που σε κάνει να πιστεύεις πως αυτό δεν είναι εφικτό, και όμως εσύ τόσο περισσότερο τον προκαλείς ερωτικά με τον ίδιο να ανταποκρίνεται μεν αλλά να μένει εκεί , στην αντίδρασή του στη δική σου ερωτική ή καλύτερα ΄σεξουαλική’ σου πρό(σ)κληση. Θα ήθελα στο σημείο αυτό, όταν νιώσεις έτοιμη, να αναρωτηθούμε μαζί αν υπάρχει κάτι κοινό στη βάση των δύο αυτών σχέσεων, που δε σου κρύβω ότι μπορεί να είναι λίγο επώδυνο. Ίσως βοηθούσε να ανατρέψουμε μαζί σε παιδικά χρόνια, στο ρόλο σου στο σπίτι ή και στο πως αλληλεπιδρούσαν οι γονείς σου…Σε τέτοιες αναμνήσεις ,που ίσως να είναι ξεχασμένες –όπως σε πολλούς ανθρώπους-έτσι και για σένα.
Σε αυτό το σημείο είναι καλό να σε προετοιμάσω για το τι μπορεί να συμβεί μεταξύ μας στη πορεία της θεραπείας. Πολλές φορές μπορεί να νιώσεις ότι αρχίζεις να αλληλεπιδράς μαζί μου με τους τρόπους που περιγράφηκαν νωρίτερα. Μπορεί να νιώσεις, για παράδειγμα, πως με προκαλείς με κάποιο τρόπο για να κερδίσεις κάτι από μένα, ή και το αντίστροφο, να νιώσεις ότι εγώ με κάποια τεχνική μου προσπαθώ να σε οδηγήσω κάπου. Θα είναι χρυσή στιγμή για το θεραπευτικό μας ταξίδι να μου μιλάς συνεχώς για τέτοια συναισθήματα και να με βοηθάς με αυτόν τον τρόπο για να σε βοηθήσω.
Β, δεν μπορώ να σου υποσχεθώ ότι θα βρούμε μαζί τις Πύλες του Παραδείσου αλλά θα προσπαθήσουμε- ο ένας δίπλα στον άλλο- να βρούμε κάποιες ικανοποιητικές απαντήσεις στα ερωτήματα που έχεις για τις σχέσεις σου με τους ανθρώπους.

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2009



παιδική ψύχωση- παιδική σχιζοφρένεια




Μία από τις βαρύτερες ψυχικές διαταραχές της παιδικής ηλικίας είναι η παιδική ψύχωση. Παρουσιάζει μια πολύπλοκη κλινική εικόνα, που εκφράζεται με γνωσιακές, συναισθηματικές και συμπεριφεριολογικές διαταραχές. Δείχνει τη βαθιά διαταραχή της αντίληψης που έχει το παιδί για τον εαυτό του και των σχέσεων με το περιβάλλον του. Οι επιπτώσεις της είναι σοβαρές τόσο στη δόμηση της προσωπικότητας του παιδιού όσο και στη ζωή της οικογένειας. Η παιδική σχιζοφρένεια αποτελεί την πιο σοβαρή μορφή της παιδικής ψύχωσης.

Αιτιοπαθογένεια
Πολυάριθμες μελέτες έχουν αφιερωθεί στην αιτιοπαθογένεια της παιδικής ψύχωσης. Οργανικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες έχουν ενοχοποιηθεί χωρίς να έχει αποκατασταθεί μια σαφής αιτιολογική σχέση. Μελέτες για την κληρονομικότητα σε διδύμους, σε υιοθετημένα παιδιά οι βιολογικοί γονείς των οποίων νοσούσαν και σε παιδιά σχιζοφρενών γονέων απέδειξαν τη σημασία του γενετικού παράγοντα. Όσο πιο πρώιμη είναι η έναρξη της νόσου τόσο αυξάνει η γενετική ευαλωσιμότητα. Η μελέτη των οργανικών παραγόντων οδήγησε στον εντοπισμό νευροανατομικών ανωμαλιών. Στη σχιζοφρένεια που ξεκίνησε στην παιδική ηλικία διαπιστώνονται προοδευτική αποπλάτυνση των πλαγίων κοιλιών, μείωση του συνολικού όγκου του εγκεφάλου, δομικές μεταβολές του κροταφικού λοβού και μείωση του μετωπιαίου μεταβολισμού. Εξάλλου, η ηλεκτροφυσιολογική διερεύνηση δείχνει τη δυσκολία αυτών των παιδιών να εστιάσουν την προσοχή τους και να επεξεργαστούν πληροφορίες. Ακόμη, στο ιστορικό ψυχωτικών παιδιών απαντώνται συχνότερα προγεννητικές και περιγεννητικές επιπλοκές, αλλά η αιτιολογική αξία τους αμφισβητείται. Οι ψυχογενετικές απόψεις ενοχοποιούν παράγοντες του περιβάλλοντος, όπως η διαταραγμένη προσωπικότητα των γονέων, οι στρεβλές συζυγικές σχέσεις ή η "ψευδοαμοιβαιότητα" κατά την οποία οι οικογενειακές συγκρούσεις καλύπτονται και τίποτα δεν συζητείται ανοιχτά. Οι μητέρες ψυχωτικών παιδιών περιγράφονται υπερπροστατευτικές, κυρίαρχες, αγχώδεις ψυχαναγκαστικές ή αντίθετα αδύναμες, ανώριμες, με καθαρά αμφιθυμική συμπεριφορά απέναντι στο παιδί

Κλινικές μορφές παιδικής ψύχωσης
Η κλινική εικόνα των παιδικών ψυχώσεων χαρακτηρίζεται από τη βαρύτητα αλλά και την πολυμορφία της ψυχοπαθολογίας. Η συμπτωματολογία διαφέρει ανάλογα με την ηλικία έναρξης. Έτσι, διακρίνουμε δύο κλινικές μορφές: τις πρώιμες παιδικές ψυχώσεις με έναρξη πριν από την ηλικία των πέντε ετών και τις ψυχώσεις με μεταγενέστερη έναρξη που αντιστοιχεί στη λανθάνουσα ηλικία (6-12 ετών).

Πρώιμες παιδικές ψυχώσεις
Ο συνδυασμός διαταραχών που μπορούν να εμφανιστούν στην αρχή της ζωής του παιδιού σηματοδοτεί την ψυχωτική εξέλιξη. Οι διαταραχές αφορούν κυρίως στη διατροφή (αδυναμία θηλασμού, ανορεξία, εμετοί) ή τον ύπνο (διεγερτική αϋπνία με αυτοεπιθετικές δραστηριότητες, π.χ., χτύπημα του κεφαλιού στα κάγκελα του κρεβατιού). Δεν εμφανίζονται οι "πρώτοι οργανωτές" σύμφωνα με τον R.Spitz, δηλαδή το χαμόγελο που απευθύνεται σε κάποιο πρόσωπο και το άγχος του όγδοου μήνα που προκαλείται φυσιολογικά από την παρουσία ξένου. Το ψυχωτικό βρέφος δυσκολεύεται να εγκαταστήσει τη σχέση με τη μητέρα. Είτε είναι υπερβολικά προσκολλημένο επάνω της είτε αδιαφορεί τελείως και δημιουργεί σχέση με οποιονδήποτε ξένο. Παρατηρείται επίσης απουσία μεταβατικού αντικειμένου, που είναι το αγαπημένο αντικείμενο του παιδιού (κουκλάκι, ζωάκι, κουβέρτα) και αντικαθιστά στη φαντασία του τη μητέρα κατά την απουσία της.
Η κατάκτηση δεξιοτήτων μπορεί να γίνει πρώιμα ή να καθυστερήσει και βιώνεται με χαρακτηριστική αδιαφορία εκ μέρους του παιδιού. Συχνά παρατηρείται παλινδρόμηση και απώλεια κεκτημένων δεξιοτήτων. Ο λόγος επίσης μπορεί να κατακτηθεί πρώιμα ή να καθυστερήσει. Ακόμη, παρατηρούνται ιδιάζουσες εκφράσεις και παράξενος τόνος της φωνής, ενώ η σύνταξη θυμίζει λόγο ενήλικου. Το άγχος είναι διάχυτο και συνοδεύεται από υπερκινητικότητα ή επιθετική συμπεριφορά. Υπάρχουν περίεργες φοβίες που συχνά αφορούν στο σώμα του παιδιού. Οι ψυχαναγκαστικές συμπεριφορές ξεπερνούν τις συνήθεις τελετουργίες που παρουσιάζουν παιδιά δύο έως τριών ετών και καταλαμβάνουν τους περισσότερους τομείς της ζωής του παιδιού: γεύμα, ύπνος, αφόδευση.

Παιδικές ψυχώσεις με μεταγενέστερη εξέλιξη
Εκδηλώνονται από την ηλικία των τεσσάρων με πέντε ετών μέχρι την εφηβεία. Διαχωρίζονται σε σχέση με τις προηγούμενες από το γεγονός ότι τα παιδιά αυτά μπόρεσαν να κατακτήσουν τρόπους επικοινωνίας κυρίως μέσω του λόγου. Οι νοητικές τους ικανότητες είναι φυσιολογικές και η προσαρμογή τους μέχρι την εκδήλωση της ψύχωσης σχετικά ικανοποιητική. Οι κλινικές εκδηλώσεις είναι ποικίλες και αλληλοκαλύπτονται. Κυριαρχεί η δυσκολία σύναψης διαπροσωπικών σχέσεων. Η απομόνωση είναι αποτέλεσμα συναισθηματικής αναστολής και καταθλιπτικής διάθεσης. Το συναίσθημα είναι ασταθές και κυμαίνεται από την κατάθλιψη μέχρι την υπερδιέγερση που έχει μανιακή χροιά. Το παιδί γίνεται υπερκινητικό, με ακατάπαυστες και διάσπαρτες δραστηριότητες.
Μια πλήρης διακοπή της λεκτικής επικοινωνίας μπορεί να σηματοδοτήσει την έναρξη της ψύχωσης. Αλλοτε παρατηρούνται εξαφάνιση λέξεων τις οποίες το παιδί είχε μάθει και χρησιμοποιούσε, παραγωγή λέξεων χωρίς σημασία και ιδιάζουσα χρήση του λόγου. Η κινητικότητα επίσης είναι διαταραγμένη με χαρακτηριστικό περπάτημα, άκαμπτη στάση του σώματος και δυσκολία στις λεπτές κινήσεις. Η επιθετικότητα είναι κυρίαρχη σε όλες τις εκδηλώσεις του ψυχωτικού παιδιού. Καταστρέφει αντικείμενα, τα παιχνίδια του, τις ζωγραφιές του ή στρέφεται εναντίον προσώπων του περιβάλλοντός του (δαγκώνει, κλωτσά, χτυπά), ακόμη και εναντίον του εαυτού του. Στο σχολείο η προσαρμογή είναι δύσκολη λόγω των διαταραχών συμπεριφοράς. Η μάθηση είναι ανισομερής, το ενδιαφέρον του παιδιού υπερεπενδύεται σε ορισμένους τομείς, με αποτέλεσμα να σημειώνονται επιλεκτικές επιδόσεις σε αυτούς, ενώ άλλοι υπολείπονται και παρουσιάζουν κενά (π.χ., ο μαθητής είναι πολύ καλός στα μαθηματικά και αδυνατεί να μάθει ιστορία).

Παιδική σχιζοφρένεια
Η παιδική σχιζοφρένεια είναι σπάνια και, μάλιστα, 50 φορές λιγότερο συχνή σε παιδιά κάτω των 15 ετών από ό,τι σε ενήλικους. Η συχνότητα με την οποία συναντάται η διαταραχή είναι σταθερή κατά τα παιδικά χρόνια αλλά παρουσιάζει μια δραματική έξαρση στην εφηβεία. Για την περιγραφή της κλινικής εικόνας της παιδικής σχιζοφρένειας, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας παράγοντες που έχουν σχέση με το επίπεδο της ανάπτυξης και της ψυχοσυναισθηματικής ωριμότητας του παιδιού κατά την ηλικία έναρξης.
Η παιδική σχιζοφρένεια διαφοροποιείται από εκείνη των ενηλίκων σε ορισμένα σημεία της κλινικής εικόνας και ως προς την πρόγνωση. Οι τυπικές σχιζοφρενικές διαταραχές εμφανίζονται από την ηλικία των έξι με επτά ετών και μέχρι την εφηβεία αποκτούν βαθμιαία την κλινική εικόνα της σχιζοφρένειας των ενηλίκων. Τα αγόρια υπερέχουν των κοριτσιών σε αναλογία 2:1, αλλά δεν διαχωρίζονται ως προς τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων ή την εξέλιξη. Είναι αρκετά δύσκολο να εκτιμηθούν στο παιδί η δοκιμασία της πραγματικότητας, οι ψευδαισθήσεις, το παραλήρημα και οι τυπικές διαταραχές της σκέψης. Η εκτίμηση αυτών των συμπτωμάτων είναι δυνατή μόνον εάν το παιδί έχει φτάσει σε μια ικανοποιητική ωριμότητα, νοητική ηλικία και λεκτική επικοινωνία.
Στη νηπιακή ηλικία το παιδί παρουσιάζει διαφορετική αίσθηση πραγματικότητας, έχει φανταστικούς φόβους και μέσα από τα παιχνίδια ζει τις φαντασιώσεις του. Τα παιδιά έχουν μια τάση να αναπτύσσουν ιδιωτικές σηματοδοτήσεις διαφορετικές από την εξωτερική πραγματικότητα για να καλύπτουν τις αγχογόνες και φοβογόνες εμπειρίες. Παρουσιάζουν επίσης έλλειψη δεξιότητας στο να εξηγούν και να περιγράφουν εσωτερικές εμπειρίες. Γι΄ αυτόν το λόγο υπάρχουν προβλήματα στη διάγνωση των ψευδαισθήσεων στην παιδική ηλικία. Οι ψευδαισθήσεις είναι κοινές σε παιδιά με υψηλό πυρετό. Σε μη ψυχωτικά παιδιά προσχολικής ηλικίας μπορούν να εκδηλωθούν "καλοήθεις ψευδαισθήσεις" υπό την επήρεια στρες. Πρόκειται για οπτικές ή απτικές ψευδαισθήσεις (κυρίως έντομα ή ζώα), με οξεία έναρξη και βραχεία διάρκεια (ώρες ή ημέρες).
Οι ψευδαισθήσεις στην παιδική σχιζοφρένεια είναι κυρίως ακουστικές (φωνές γονέων, αδελφών, συγγενών) και παρατηρούνται σε υψηλά ποσοστά (50%-80%) και σε μικρότερο βαθμό οπτικές, οσφρητικές, απτικές. Οι μη ακουστικές ψευδαισθήσεις δεν απαντώνται μεμονωμένες, αλλά συνοδεύουν πάντα τις ακουστικές. Η κλινική εικόνα δείχνει την έλλειψη οργάνωσης και συστηματοποίησης του παραληρήματος. Τα θέματα είναι απλά μεγαλομανιακά ή διωκτικά. Τα θέματα σεξουαλικού περιεχομένου εμφανίζονται κυρίως στην εφηβεία. Όσο αυξάνει η ηλικία, οι ψευδαισθήσεις και οι παραληρητικές ιδέες γίνονται πιο πολύπλοκες και οργανωμένες. Οι διαταραχές της σκέψης περιλαμβάνουν ασυναρτησία, έλλειψη συνειρμών, νεολογισμούς. Με την ανάλυση του λόγου διαπιστώνονται η υπολειμματική επικοινωνία και διαταραχές προσοχής, μάθησης και αφηρημένης σκέψης.
Το συναίσθημα είναι ρηχό ή απρόσφορο.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση εξαρτάται από την ένταση και τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων, από την οξεία ή μη έναρξη καθώς και από την ηλικία του παιδιού. Νοσηλεία σε εξειδικευμένο παιδοψυχιατρικό πλαίσιο απαιτείται σε οξεία έναρξη, που συνήθως συμβαίνει στην εφηβεία και σπανιότερα στη λανθάνουσα περίοδο (ηλικία 6-12 ετών). Σε περίπτωση μακροχρόνιας νοσηλείας, θα πρέπει να γίνει ένας συνδυασμός που θα περιλαμβάνει την καθαρά θεραπευτική παρέμβαση και ταυτόχρονα θα καλύπτει τις κοινωνικές και τις εκπαιδευτικές ανάγκες του παιδιού. Σε περιστατικά στα οποία η έναρξη της νόσου είναι προοδευτική και η συμπτωματολογία ανιχνεύεται κυρίως στις διαταραχές συμπεριφοράς και τις δυσκολίες προσαρμογής, καταλληλότερο είναι το νοσοκομείο ημέρας. Το παιδί με αυτό τον τρόπο δεν απομακρύνεται από το οικογενειακό περιβάλλον, ενώ ταυτόχρονα του παρέχεται μακροχρόνια ειδική αγωγή.Φαρμακευτική θεραπεία χορηγείται όταν υπάρχουν παραγωγικά συμπτώματα (ψευδαισθήσεις, παραλήρημα) ή διεγερτική συμπεριφορά και επιθετικότητα. Χορηγούνται νευροληπτικά με εξατομίκευση των δόσεων, ανάλογα με το βάρος και την ηλικία του παιδιού.
Η ψυχοθεραπεία που προτείνεται εξαρτάται από τη θεωρητική τοποθέτηση του θεραπευτή. Είναι κοινώς παραδεκτή όμως η προσπάθεια υποστήριξης του παιδιού για να διευκολυνθεί η προσαρμογή του στην πραγματικότητα. Η έκφραση των αναγκών του και των φόβων του μέσω του λόγου βοηθά στην ανάπτυξη της έννοιας του εαυτού και της προσωπικής του ταυτότητας. Σε κάθε θεραπευτική προσέγγιση απαιτείται η συμμετοχή των γονέων. Από την άλλη, η συμβουλευτική γονέων έχει σκοπό να κατανοήσουν οι γονείς το πρόβλημα του παιδιού, να εξετάσουν πιθανή δική τους συμμετοχή στην έκφραση αυτού του προβλήματος και να διευκολύνουν τις θεραπευτικές προσπάθειες. Η διαφορετική διαγνωστική εκτίμηση καθορίζει εν μέρει και τη θεραπευτική προσέγγιση. Η παιδική σχιζοφρένεια απαιτεί φαρμακοθεραπεία και πιθανόν νοσηλεία. Αντίθετα, οι μη ειδικές παιδικές ψυχώσεις, με την ευρύτερη έννοια, αντιμετωπίζονται κυρίως ψυχοθεραπευτικά.






Η μελαγχολία των Χριστουγέννων ...


(Από : Δρ Λίζα Βάρβογλη, Ph.D. Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια)

Ποια είναι η εικόνα που σας έρχεται στο νου όταν ακούτε τη λέξη 'Χριστουγεννιάτικες διακοπές'; Ένα στολισμένο έλατο με καλοτυλιγμένα δώρα, κάλαντα, πιατέλες με γλυκά, οικογενειακές και φιλικές συγκεντρώσεις; Ή μήπως πάλι σκέφτεστε τις βελόνες που θα ρίξει το δέντρο και θα έχετε να μαζεύετε όλο το χρόνο από τα πιο απίθανα σημεία του σαλονιού, τις ατέλειωτες ώρες στην κουζίνα για να ετοιμάσετε τα γλυκά ή τον αγώνα δρόμου για να τα αγοράσετε και την παντελή έλλειψη διάθεσης που σας διακρίνει για να βρεθείτε σε απαιτητικές κοινωνικές συγκεντρώσεις με συγγενείς και φίλους;
Αν η δεύτερη εικόνα είναι αυτή που σας έρχεται στο μυαλό, ίσως να έχετε στοιχεία κατάθλιψης. Σύμφωνα με πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα, η εμπειρία ειδικά των χριστουγεννιάτικων διακοπών είναι αυξημένο στρες για παιδιά και μεγάλους. Και πολύ συχνά το έντονο αυτό στρες, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που είναι χρόνιο, μπορεί να οδηγήσει σε κατάθλιψη.
Για πολλούς ανθρώπους η χριστουγεννιάτικη περίοδος είναι μια περίοδος αυτοκριτικής, αξιολόγησης του εαυτού και του τι έχει κάνει κανείς, σκέψεις για περασμένα λάθη και χαμένες ευκαιρίες και άγχος για ένα αβέβαιο μέλλον.


Τι προξενεί τη μελαγχολία των διακοπών;
Πρόκειται για ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο το οποίο επηρεάζεται από πολλές παραμέτρους, συμπεριλαμβανομένης και της προσωπικότητας του κάθε ατόμου. Ανάμεσα στους παράγοντες που το προκαλούν συγκαταλέγονται το στρες, η κούραση, οι υπέρμετρες ή μη ρεαλιστικές φιλοδοξίες και προσδοκίες, η υπερ-εμπορευματοποίηση των γιορτών, οι οικονομικές δυσκολίες και η δυσκολία του να βρεθεί κανείς με συγγενείς και φίλους, για διάφορους λόγους, που μπορεί να περιλαμβάνουν θάνατο ή αρρώστια των προσφιλών ατόμων, απόσταση, ή ρήξη στις σχέσεις.
Οι απαιτήσεις που σχετίζονται με ψώνια, τα πάρτυ και οι φιλικές και οικογενειακές συγκεντρώσεις, όλα αυτά συνεισφέρουν στα συναισθήματα έντασης κι εκενυρισμού.

Ένας άλλος παράγοντας που συνεισφέρει στην εμφάνιση της κατάθλιψης κατά τη διάρκεια των χριστουγεννιάτικων διακοπών είναι και το σύνδρομο της Εποχιακής Συναισθηματικής Διαταραχής.
Επιστημονικά δεδομένα έχουν δείξει ότι κατά τη διάρκεια των χειμερινών μηνών, όταν η διάρκεια της ημέρας είναι μικρότερη και συνεπώς η ηλιοφάνεια λιγότερη, μια μερίδα ανθρώπων τείνει να εμφανίζει συμπτώματα κατάθλιψης. Η κατάθλιψη αυτή που προξενείται από ένα φυσικό φαινόμενο μπορεί να ενταθεί με το επιπρόσθετο στρες που φέρνουν μαζί τους οι χριστουγεννιάτικες διακοπές και οι ανάλογες απαιτήσεις τους.
Αλλά και αν ακόμα κάποιος δεν αναπτύξει ολόκληρη τη συμπτωματολογία της κατάθλιψης, είναι πιθανό να εμφανίσει κάποιες άλλες αντιδράσεις στο στρες, όπως πονοκεφάλους, κατάχρηση τσιγάρων, αλκοόλ και φαγητού, και δυσκολίες στον ύπνο. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι υπάρχει και μια μερίδα ανθρώπων που εμφανίζει την μεθεόρτια κατάθλιψη, όπου, στην κυριολεξία, κατόπιν εορτής κάποια άτομα εμφανίζουν συμπτώματα κατάθλιψης αφού τελειώσουν οι γιορτές.

Κατάθλιψη και τρίτη ηλικία
Ειδικά για τα άτομα της τρίτης ηλικίας η περίοδος των γιορτών μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολη, γιατί τότε οι απώλειες αγαπημένων προσώπων κάνουν την παρουσία τους εντονότερη και παίρνουν ακόμα μεγαλύτερη σημασία.
Αυτή την εποχή ιδιαίτερα οι άνθρωποι θυμούνται εντονότερα 'τον παλιό καλό καιρό' και αγαπημένα τους πρόσωπα που δεν είναι πια μαζί τους για να γιορτάσουν. Προσφιλή τους πρόσωπα δε βρίσκονται πια στη ζωή και τα ενήλικα πια παιδιά τους μπορεί να βρίσκονται μακριά ή να είναι απασχολημένα με τις δικές τους υποχρεώσεις.
Στα άτομα τρίτης ηλικίας τα συμπτώματα της κατάθλιψης μπορεί να είναι σχεδόν αόρατα. Η απώλεια όρεξης κι ενδιαφέροντος καθώς και η αυξανόμενη απομόνωση μπορεί να είναι τα μοναδικά σημάδια, τα οποία μπορεί να μην είναι εύκολα αναγνωρίσιμα από συγγενείς και φίλους.


Υπάρχει λύση;

Ναι, υπάρχει λύση στο πρόβλημα της κατάθλιψης και του στρες των διακοπών:
Καθένας θα πρέπει να έχει λογικές προσδοκίες από τις γιορτές
Να θέτει ρεαλιστικούς στόχους
Να βρει το σωστό για τον εαυτό του ρυθμό
Να οργανωθεί κατάλληλα
Να κάνει λίστες με τις σημαντικές δραστηριότητες πρώτα (και όχι τις ευκολότερες στην αρχή) και να προχωρήσει διαγράφοντας ό,τι έχει επιτελέσει
Να είναι ρεαλιστής σχετικά με το τι μπορεί και το τι δε μπορεί να κάνει
Να μη δώσει όλο το βάρος και την προσοχή του σε μία μόνο μέρα από τις γιορτές, αγνοώντας ή ξεχνώντας έτσι τη σημασία κάποιων άλλων
Να θυμάται ότι πρόκειται για μια σειρά γιορτών και μια χρονική περίοδο η οποία, γενικά, διέπεται από εορταστικό πνεύμα
Να βρει την ισορροπία ανάμεσα στις διάφορες δραστηριότητες και υποχρεώσεις ώστε να μειώσει το στρες και να αυξήσει την ευχαρίστηση
Να θυμάται ότι οι χριστουγεννιάτικες γιορτές δεν καταργούν τα αισθήματα κατήφειας και μοναξιάς και ούτε είναι κανείς υποχρεωμένος να τα διαγράψει μονοκοντυλιά
Μπορεί κανείς να εξακολουθεί να έχει τέτοιου είδους συναισθήματα αλλά είτε να επιλέξει να μην τα εκφράσει, είτε να επιλέξει να τα βάλει στο παρασκήνιο για το χρονικό διάστημα των γιορτών, ώστε να μπορέσει να βιώσει και κάτι διαφορετικό παράλληλα
Ο άνθρωπος θα πρέπει ν' αφήσει πίσω του πεποιθήσεις του στυλ 'κάθε πέρσι και καλύτερα, κάθε φέτος και χειρότερα' και να ατενίσει το μέλλον με συγκρατημένη αισιοδοξία
Η κάθε εποχή και η κάθε χρονιά έχει όχι μόνο τα αδύνατα σημεία της, αλλά και θετικά στοιχεία, τα οποία θα πρέπει κανείς να εκτιμήσει, χωρίς να εμμένει άκριτα στις παλιές καλές μέρες, αγνοώντας το παρόν
Ο εθελοντισμός ή η προσφορά κάποιων υπηρεσιών σε εθελοντική βάση προς συνανθρώπους που το έχουν ανάγκη είναι ένας σημαντικός τρόπος για να νιώσει κανείς καλά με τον εαυτό του και να έχει την αίσθηση ότι συνεισφέρει και αυτός κάτι
Θα πρέπει κανείς να θυμάται ότι η υπερβολική κατανάλωση αλκοοόλ μακροπρόθεσμα δεν ωφελεί καθόλου, αντίθετα, μετά την πολύ πρόσκαιρη επίδραση που έχει στο να ξεχάσει το άτομο τα προβλήματά του, εντείνει τα συναισθήματα κατάθλιψης, αυτοκριτικής, απόρριψης του εαυτού λόγω της συγκεκριμένης συμπεριφοράς και συντελεί σε πιο άσχημη ψυχολογική διάθεση.

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2009



Όταν η μάσκα του θεραπευτή αφαιρείται...-Οφέλη και κίνδυνοι


(επιμέλεια: Χουτοχρήστος Βαλάντης- ψυχολόγος)




Στα πλαίσια της ατομικής και ομαδικής θεραπείας ένας Γνωσιακός Αναλυτής σίγουρα μπορεί να χρησιμοποιήσει κάποιες φορές την αυτοαποκάλυψη προκειμένου να βοηθήσει την θεραπεία και την εξέλιξη του ασθενούς. Ωστόσο μπορεί να δημιουργηθούν σοβαρά προβλήματα στη πορεία της θεραπείας και για αυτό ο θεραπευτής πρέπει να είναι συνεχώς σε επαγρύπνηση και σε συνειδητότητα του πότε χρησιμοποιεί προσωπικές αποκαλύψεις για λόγους θεραπείας και πότε για λόγους προσωπικής εμπλοκής ή περίεργης αντομεταβίβασης. Έτσι, κάποιες περιστάσεις για τις οποίες θα συζητηθεί η έννοια της αυτοαποκάλυψης στην γνωσιακή αναλυτική θεραπεία, είτε σε ατομικό είτε σε ομαδικό επίπεδο, είναι οι εξής: ενίσχυση ασθενούς, λήψη κλινικών πληροφοριών, ένδειξη μεταβίβασης- πρόληψη αντιμεταβίβασης, προβολική ταύτιση, ανταποδοτικοί ρόλοι, διάγνωση.
Μια αυτοαποκάλυψη του γνωσιακού αναλυτή μπορεί να βοηθήσει αρκετά για παράδειγμα στην περίπτωση που ένας ασθενής είναι ιδιαίτερα αγχωμένος, λόγω μιας κατάστασης, ή όταν η αυτοπεποίθησή του είναι αρκετά χαμηλή ( Motherwell & Shay, 2005 ). Σε αυτές τις περιπτώσεις, ένα ‘θεραπευτικό μοίρασμα’ μιας κοινής εμπειρίας ή η παροχή μιας συμβουλής που βοήθησε σε κάποιο θέμα προσωπικά τον θεραπευτή απαλύνει το άγχος και τον πόνο του πελάτη ενώ συγχρόνως του υπενθυμίζει πως και ο θεραπευτής είναι ένας άνθρωπος που είναι εδώ για να συνεργαστεί και όχι να επιβληθεί ως αυθεντία, κάτι που έχει ιδιαίτερη σημασία στα πλαίσια της Γνωσιακής Αναλυτικής ψυχοθεραπείας.
Άλλες φορές μια προσωπική αποκάλυψη μπορεί να λειτουργήσει ως μια πολύ χρήσιμη τεχνική ( Motherwell & Shay, 2005 ) που θα βοηθήσει τον θεραπευτή να λάβει κάποιες πληροφορίες για την ψυχοπαθολογία του ασθενούς αρκεί να γίνει με τέτοιο τρόπο που να μην δημιουργηθούν εντάσεις ακυρωτικές για την θεραπευτική πορεία ή καταστροφικές μεταβιβάσεις που στην χειρότερη περίπτωση οδηγήσουν σε ακόμη πιο καταστροφικές αντιμεταβιβάσεις…Για παράδειγμα, σε έναν εξαρτητικό ασθενή ίσως είχε νόημα η αυτοαποκάλυψη μιας στιγμής αδυναμίας ή αβοηθησίας του ασθενή, ώστε να εξετάσει ο θεραπευτής αν ο ασθενής θα λάβει τον ανταποδοτικό ρόλο του φροντιστή προς τον ίδιο, αν έχει κάνει υποθέσεις ότι ο ασθενής μπαίνει σε ένα τέτοιο παιχνίδι ανταποδοτικών ρόλων στην προσωπική του ζωή. Μιλώντας για έναν οριακό ασθενή, ίσως είχε νόημα η αποκάλυψη μιας περιόδου που ο θεραπευτής ένοιωθε εξιδανικευμένος ή υποτιμημένος από άτομο από το κοινωνικό περιβάλλον του, για να εξεταστεί κατά πόσο ο ασθενής θα μπει στο ένα ή στο άλλο self state και θα ενισχύσει την μία ή την άλλη συναισθηματική κατάσταση. Έτσι, μέσα από τα δυο αυτά παραδείγματα, καταλαβαίνουμε ότι η αυτοαποκάλυψη μπορεί να λειτουργήσει ως τεχνική- με την μορφή συμπεριφορικού πειράματος- στην γνωσιακή ανάλυση αρκεί ο θεραπευτής να είναι πολύ έμπειρος, σε μεγάλα επίπεδα αυτογνωσίας και ικανός να αντιμετωπίσει πολύ δύσκολες καταστάσεις που μπορεί να προκύψουν μέσα από την αυτοαποκάλυψη.
Όσο αφορά τώρα στις περιπτώσεις που ο θεραπευτής αντιλαμβάνεται ότι ο ασθενής αρχίζει να μεταβιβάζει πάνω του συναισθήματα, ίσως να είναι θετικό να κάνει ο θεραπευτής μια αυτοαποκάλυψη για αυτή του την αίσθηση. Ο ασθενής θα βοηθηθεί έτσι στο να δουλέψει με τα συναισθήματά του προς τον θεραπευτή που μπορεί να αντιπροσωπεύει έναν σημαντικό Άλλο στο ‘εδώ και τώρα’, ενώ θα βοηθηθεί και ο θεραπευτής στο να προλάβει κάποια πιθανή αντιμεταβίβαση, καθώς τώρα πια ο ‘αόρατος εχθρός’ κατονομάζεται και σε κλίμα συνεργασίας με τον ασθενή μπορεί να αντιμετωπιστεί θεραπευτικά. Βέβαια χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Μια πολύ σημαντική αυτοαποκάλυψη τέτοιου είδους μπορεί να μην αφήσει να αναδυθεί όσο θα έπρεπε η μεταβίβαση ώστε να δώσει σημαντικές κλινικές πληροφορίες ενώ, συγχρόνως, ο θεραπευτής μπορεί να πάρει- χωρίς να το θέλει- τον ρόλο αυθεντίας που απαγορεύει την ανάδυση συναισθημάτων, ή στη χειρότερη περίπτωση ο ασθενής να νοιώσει ότι απειλείται από τον θεραπευτή και να διακόψει την θεραπεία. Απαραίτητη προϋπόθεση, λοιπόν, είναι η ύπαρξη αμοιβαίας και ‘ανταποδοτικής’ εμπιστοσύνης ως προς τα κίνητρα κάθε αυτοαποκάλυψης, που δεν πρέπει να είναι άλλα από την θεραπευτική αλλαγή.
Σε περίπτωση τώρα που ο θεραπευτής αντιμεταβιβάζει το μόνο σίγουρο είναι ότι χρειάζεται άμεση εποπτεία και προσωπική δουλειά με τον Εαυτό .Μια αυτοαποκάλυψη σε αυτό το σημείο είναι πάρα πολύ ριψοκίνδυνη, αν και κάποιοι νέοι αναλυτές μπορεί να προχωρούν σε τέτοιου είδους αποκαλύψεις. Είναι πολύ πιθανό ο ασθενής να χάσει κάθε εμπιστοσύνη από το πρόσωπο του θεραπευτή, να του επιτεθεί, να τον χειριστεί και να τον απομυθοποιήσει τόσο ώστε να φύγει από την θεραπεία. Θα μπορούσε να γίνει μια τέτοια αυτοαποκάλυψη σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, σε πλαίσια μεγάλης εμπιστοσύνης και μάλλον αν ο ασθενής δεν έχει κάποια διαταραχή προσωπικότητας.
Όταν από την άλλη ο θεραπευτής ταυτίζεται προβολικά με τον ασθενή πως πρέπει να αντιδράσει; Ίσως ο θεραπευτής σε τέτοιες περιπτώσεις νοιώσει αδύναμος, ότι χάνει την ανεξαρτησία του και εμπλέκει τον ρόλο του με αυτόν του ασθενούς. Αδιαμφισβήτητα ο θεραπευτής πρέπει να προστρέξει σε εποπτεία και να εξετάσει τα κομμάτια αυτά. Ίσως, αν υπάρχει εμπιστοσύνη στη σχέση του με τον θεραπευτή να μπορέσει να κάνει την αυτοαποκάλυψη αυτή, αρκεί να ξέρει και να μπορεί να την χειριστεί βοηθώντας τον ασθενή κατάλληλα αφού έχει υπάρξει και αυτός στη θέση του. Σε ιδανικές περιπτώσεις, ο ασθενής μπορεί να νοιώσει ότι έχει έναν συνοδοιπόρο δίπλα του που είναι και αυτός άνθρωπος που αντιμετωπίζει δυσκολίες. Ο χειρισμός βέβαια είναι πολύ δύσκολος, ένα μικρό λάθος μπορεί να επιφέρει θυμό, συγκρούσεις και φυγή από την θεραπεία…Χρειάζεται μεγάλη εμπειρία και ικανότητα από τον Γνωσιακό Αναλυτή να αντιλαμβάνεται ποιο ακριβώς κομμάτι του είναι αυτό που ταυτίζει προβολικά, για να αποφευχθεί η σύγχυση ρόλων.
Πολλές φορές ο ασθενής που ακολουθεί γνωσιακή αναλυτική θεραπεία θα φέρει στην ομάδα του ή στον προσωπικό θεραπευτή του ανταποδοτικούς ρόλους που ίσως έχει μάθει να παίζει από την παιδική του ηλικία , από το σπίτι του (Ryle, 1993). Σε αυτό το παιχνίδι θα προσπαθήσει- με πολύ έντεχνο τρόπο αν μιλάμε για διαταραχή προσωπικότητας- να εμπλέξει τον θεραπευτή του ή και την ομάδα του, παράγοντας ομαδικούς ίσως ανταποδοτικούς ρόλους, ιδίως αν η δυναμική της έχει σχέσεις με την οικογενειακή δυναμική του παρελθόντος. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο ασθενής πρέπει έντεχνα να αποφεύγει να εμπλακεί στους ρόλους που προσπαθεί να τον βάλει ο ασθενής ώστε ο τελευταίος να αντιληφθεί από μόνος του ότι κάτι έχει αλλάξει, ότι κάτι διαφορετικό γίνεται στη σχέση αυτή. Με λίγα λόγια να αντιληφθεί σε ποιο παιχνίδι ανταποδοτικών ρόλων έχει εμπλακεί για χρόνια ο ασθενής. Μετά από αρκετές συνεδρίες και αφού έχει δομηθεί η γνωσιακού αναλυτικού τύπου συνεργατική σχέση, ο θεραπευτής είναι έτοιμος να αυτοαποκαλύψει στον ασθενή το παιχνίδι ρόλων που παίζεται- με όρους ίσως ψυχοεκπαίδευσης- με την προϋπόθεση ότι ο ασθενής είναι έτοιμος να αποδεχτεί Αλήθειες. Εξάλλου έχει προετοιμαστεί για την πιθανή εμφάνιση ανταποδοτικών ρόλων από το Γράμμα Αναδιαμόρφωσης (Ryle, 1993), άρα μια πρώτη αυτοαποκάλυψη έχει ήδη γίνει. Κάτι ανάλογο μπορεί να γίνει και στην ομάδα. Στην περίπτωση αυτή, μαζί με την αυτοαποκάλυψη, βοηθούν κατευθυντικά tasks αλλά και τα feedback των άλλων μελών. Βέβαια, οι ανταποδοτικοί ρόλοι μπορεί να είναι τόσο μπλεγμένοι μέσα στην ομάδα και να προέρχονται από διαφορετικές υποομάδες που ο χειρισμός πρέπει να είναι λεπτός. Μια θεραπευτικά ‘άγαρμπη’ κίνηση μπορεί να φέρει συγκρούσεις ανάμεσα στα μέλη.
Τέλος τί γίνεται με την διάγνωση. Η Γνωσιακή Αναλυτική ψυχοθεραπεία την δέχεται γενικά την έννοια της διάγνωσης. Ο θεραπευτής μπορεί αν έχει εμπιστοσύνη στον θεραπευτικό εαυτό του και εμπειρία να προχωρήσει στην αποκάλυψη της διάγνωσης, αν βέβαια κρίνει ότι και ο ασθενής μπορεί να δεχτεί μια –κακά τα ψέματα- μορφή ταμπέλας. Παύει βέβαια να λειτουργεί ως τέτοια αν ο θεραπευτής μπορεί έντιμα να ψυχοεκπαιδεύσει τον ασθενή του πάνω στην ασθένειά του, ίσως και με βιβλιογραφικό υλικό, ώστε να απομυθοποιηθεί και μέσα σε πλαίσια συνεργασίας και συνεχών διαγραμματικών ασκήσεων και tasks να αντιμετωπιστεί.

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2009



…Και ένας κλασικός ομαδικός αναλυτής μπορεί να αξιοποιήσει εργαλεία του C.A.T. Therapy- O συνεργατικός χαρακτήρας του C.A.T. Therapy

(επιμέλεια: Χουτοχρήστος Βαλάντης – ψυχολόγος)



Τα συγκεκριμένα παραδείγματα έχουν αντληθεί μέσα από την προσωπική- και υπό εποπτεία- παρακολούθηση μιας σειράς συνεδριών μιας ομάδας κακοποιημένων γυναικών που συντονίστηκαν από θεραπευτές του ΙΓΑΨ (http://www.cognitiveanalytic.gr/), του κέντρου που παρέχει εκπαίδευση στο μοντέλο της Γνωσιακής Αναλυτικής θεραπείας στην Ελλάδα. Υπήρχε καθολική συμφωνία από τα μέλη της ομάδας για την ερευνητική αξιοποίηση των συνεδριών.


1- Σε μια συνεδρία είχε αναδυθεί στην ομάδα το ζήτημα του πένθους και της ανάγκης να αντιμετωπίζεται υγιώς, όταν εμφανίζεται στις ζωές μας.
Μια κυρία δήλωσε, σε ένα σημείο ανατροφοδότησης, ότι αρνείται κάθετα τόσα χρόνια να πενθήσει τον γιό της που τον έχει χάσει. Σε ανατροφοδότηση, ένα άλλο μέλος με διαγνωσμένη οριακή διαταραχή προσωπικότητας φάνηκε να αρνείται να μιλήσει για θέματα υγείας- ‘της είναι κάτι ιδιαίτερα αποκρουστικό και ενοχλητικό’. Φαίνεται ότι μάλλον ταυτίστηκε προβολικά με την πρώτη . Η προβολική ταύτιση εκφράστηκε μέσα από παθητικό θυμό και παθητικοεπιθετικότητα, μέσα από την άρνησή της να ανατροφοδοτήσει και την σιωπή της.
Πολλά άλλα μέλη προχώρησαν σε ‘θεραπευτική επίθεση’ προς τις δυο κυρίες, υποστηρίζοντας ότι ζητήματα πένθους καλό είναι να τα αντιμετωπίζουμε με την κατάλληλη βοήθεια και θεραπευτική καθοδήγηση χωρίς να στρουθοκαμηλίζουμε. Τα μέλη της ομάδας, λοιπόν, φάνηκε να ταυτίστηκαν προβολικά μεταξύ τους δομώντας έτσι μια υποομάδα.
Έχουμε ,λοιπόν, δύο υποομάδες στο εσωτερικό της ευρύτερης ομάδας- οι δύο κυρίες με την άρνηση και τα μέλη που επιτίθενται θεραπευτικά- με δύο ζεύγη υπο- ομαδικών ανταποδοτικών ρόλων να τις συνοδεύουν : ‘φροντιστές (μέλη)- φροντιζόμενοι (οι δυο κυρίες).

2- Αναφορικά με ένα άλλο παράδειγμα, μια ασθενής με οριακή διαταραχή προσωπικότητας σε συνύπαρξη εξαρτητικών στοιχείων και κρίσεων πανικού πανικοβάλλεται σε μια συνεδρία που θέμα έχει τα προβλήματα υγείας. Μια άλλη ασθενής προσπαθεί να την καθησυχάσει και αποκτά απέναντί της έναν παρηγορητικό ρόλο. Η συγκεκριμένη ασθενής έχει αυτό το διάστημα άγχος με την κόρη της που κάνει κάποιες εξετάσεις για να διερευνήσει κάποιο θέμα της υγείας της. Φαίνεται λοιπόν ότι γεννιέται ανάμεσα στις δύο, στο πλαίσιο της ομάδας, ένα γονεϊκό μεταβιβαστικό φαινόμενο που βασίζεται στην ανάγκη φροντίδας και υποστήριξης της ‘αβοήθητης’ ασθενούς . Τα μισά σχεδόν μέλη ταυτίστηκαν προβολικά με την μια ασθενή και τα άλλα μισά με την άλλη.
Έτσι, λοιπόν, στη περίπτωση αυτή έχουμε δύο υποομάδες με ζεύγη ανταποδοτικών ρόλων ‘πανικοβαλλόμενα παιδιά –ψύχραιμοι γονείς’.

3- Σε μια άλλη ομαδική συνεδρία, μια ασθενής ανακαλύπτει ότι είναι προσκολλημένη στο παρελθόν και ότι στις διαπροσωπικές της σχέσεις αυτό μεταφράζεται με ένα ρόλο ‘παιδιού’ που υιοθετεί, κάτι που της προκαλεί θυμό, ο οποίος εκφράζεται προς την ομάδα. Ως προς το θέμα αυτό, μια ασθενής με διαγνωσμένη οριακή διαταραχή προσωπικότητας ταυτίζεται προβολικά μαζί της. Η προβολική της ταύτιση βρίσκει διέξοδο και έκφραση σε παθητικοεπιθετικό θυμό προς ολόκληρη την ομάδα και τους θεραπευτές. Η οριακή ασθενής σιωπά, δεν ανατροφοδοτεί τα μέλη της ομάδας, ενώ συγχρόνως εκδραματίζει.
Έχουμε, λοιπόν, δύο υποομάδες με τις δυο ασθενείς σε ανταποδοτικό ρόλο ‘επικρινόμενου’ ή ‘έχοντος ανάγκη φροντίδα-παιδί’ και την υπόλοιπη ομάδα σε ρόλο ‘επικριτή’ ή ‘ιδανικού γονέα’.

4- Το τελευταίο παράδειγμα αφορά μια ασθενή της ομάδας που είχε στο παρελθόν μια περιπέτεια με καρκίνο στη μήτρα. Μια ασθενής- κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίας που αναδύεται το ζήτημα- ταυτίζεται προβολικά μαζί της καθώς είχε περάσει και η ίδια μια παρόμοια ιστορία. Η προβολική ταύτιση βρίσκει διέξοδο στην έκφραση συμπόνιας προς την ασθενή. Μια άλλη ασθενής ταυτίζεται και αυτή προβολικά με τις δύο πρώτες, καθώς την απασχολεί ένα περίεργο λίπωμα που έχει στο σώμα της. Η ταύτιση εκφράζεται μέσα από άγχος και εκδραμάτιση αυτού. Μια άλλη ασθενής μεταβιβάζει αδερφικά προς τις τρεις ασθενείς καθώς η αδερφή της έχει καρκίνο. Σχεδόν αυτόματα υιοθετεί ρόλο ‘φροντιστή’. Μαζί με την τελευταία, υπό την ενεργοποίηση ισχυρού δυναμικού της ομάδας, ταυτίζονται προβολικά πολλά άλλα μέλη.
Έτσι, έχουμε δύο υποομάδες με την μια υποομάδα (οι τρεις πρώτες ασθενείς) να υιοθετεί ανταποδοτικό ρόλο ‘πάσχοντος-χρήζοντος βοήθεια’ και την άλλη ρόλο ‘φροντιστή-παρηγορητή’.

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2009


Κάποια οφέλη συνδυασμού ατομικού και ομαδικού C.A.T. Therapy (επιμέλεια: Χουτοχρήστος Βαλάντης -ψυχολόγος)


Αδιαμφισβήτητα, η ομαδική θεραπεία CAT όταν συνδυαστεί με δεξιοτεχνία με την ατομική θεραπεία του κάθε μέλους της ομάδας φέρει σημαντικά θεραπευτικά αποτελέσματα.
Έτσι και αλλιώς, το μελλοντικό μέλος μιας ομάδας συνηθίζει να έχει έναν αριθμό ατομικών συνεδριών, ώστε ο θεραπευτής να έχει κάποιες πληροφορίες για το ψυχολογικό προφίλ και την ψυχοπαθολογία του πελάτη με σκοπό να δομηθούν οι κατάλληλες ομάδες ανάλογα με τα θεραπευτικά σχέδια των θεραπευτών.
Ο ασθενής, μέσα από την συνεργασία ατομικής και ομαδικής θεραπείας έχει την δυνατότητα να μεταφέρει τα θέματα που προέκυψαν από την ατομική θεραπεία στην ομαδική και αντίστροφα. Αυτή η αλληλεπίδραση των δυο ειδών θεραπείας φαίνεται να έχει για την γνωσιακή αναλυτική θεραπεία σημαντικά αποτελέσματα.
Έτσι μπορεί από τις ατομικές συνεδρίες να μεταφερθεί στην ομάδα μεταβιβαστικό υλικό που σχετίζεται με τα άλλα μέλη ή τους θεραπευτές και να γίνει ανάλυση.
Ακόμη, σημαντικά θέματα που έχουν αναδυθεί σε ατομικές συνεδρίες μπορεί να μεταφερθούν στην ομάδα κάτι που ωφελεί και τον ίδιο τον ασθενή- μέσα από τις ανατροφοδοτήσεις από τους άλλους- αλλά και ολόκληρη την ομάδα- μέσα από την ‘αφύπνιση’ σημαντικών ζητημάτων που μπορεί έτσι να προκύψουν.
Πολλές φορές, θα λέγαμε, ότι η ομάδα παίρνει μεταβιβαστικά την εικόνα της οικογένειας των μελών, με την μορφή τρόπο τινά μιας προσομοίωσης. Έτσι, οικογενειακά θέματα του ασθενή που αναλύονται στις ατομικές του συνεδρίες μεταφέρονται στην ομάδα του ασθενούς με αποτέλεσμα να επωφελείται το όλον μέσα από τα μεταβιβαστικά και ‘ανταποδοτικά παιχνίδια’ που αναδύονται στο ομαδικό σκηνικό.
Επίσης, πολλές φορές μπορεί να υπάρχει διαφορετικότητα στο χαρακτήρα του μεταβιβαστικού υλικού από τον ασθενή προς τον θεραπευτή στα δύο διαφορετικά πλαίσια- της ατομικής και της ομαδικής θεραπείας. Το φαινόμενο αυτό μπορεί να δίνει πληροφορίες για θέματα του ασθενή που μπορεί να σχετίζονται για παράδειγμα με τη σχέση του με φορείς εξουσίας (μεταβίβαση προς θεραπευτή εκδηλωθείσα μέσα από ταυτίσεις με εξαρτητικά μέλη της ομάδας), ή τον κοινωνικό περίγυρο (ομάδα).
Ακόμη, ο ασθενής έχει την δυνατότητα να μεταφέρει στην ομάδα του tasks που έχει αναλύσει στην ατομική του θεραπεία, και έτσι να βοηθηθούν όλα τα μέλη αλλά και ο ίδιος μέσα από τις ανατροφοδοτήσεις που θα λάβει.
Από την άλλη μπορεί ένας ασθενής να μεταφέρει θέματα από την ομαδική θεραπεία στις ατομικές του συνεδρίες.
Έτσι, ένας ασθενής μπορεί να μεταφέρει μεταβιβαστικό υλικό στις ατομικές του συνεδρίες ,το οποίο έχει αναδυθεί στην ομάδα και αφορά και άλλα μέλη της ομάδας. Σε συνεργασία με τον θεραπευτή του ,λοιπόν, θα μπορέσει να προχωρήσει σε ανάλυση του μεταβιβαστικού του υλικού και να εξελίξει την θεραπεία του.
Ακόμη, μπορεί να μεταφέρει το μεταβιβαστικό υλικό που αφορά τη συσχέτισή του με τον θεραπευτή στο πλαίσιο της ομάδας ,και έτσι, σε ατομικό πλαίσιο παράλληλα να αναλύσει τα συναισθήματά του.
Σε κάποιες περιπτώσεις, υπάρχουν στοιχεία ψυχοπαθολογίας που δεν αναδύονται στην ομάδα και έτσι έχει ο ασθενής την ευκαιρία να διεισδύσει σε θέματά του σε ατομικό επίπεδο. Για παράδειγμα, ένας κοινωνιοφοβικός ασθενής δεν είναι καθόλου απίθανο να δυσκολευτεί να περάσει γρήγορα σε αυτοαποκαλύψεις μέσα στην ομάδα του, οπότε η ατομική θεραπεία θα βοηθήσει στην θεραπευτική πρόοδο του ασθενούς.
Κάποιες φορές αναδύονται στην ομάδα θέματα που αφορούν κάποιον ασθενή αρκετά ή σχετίζονται με σημαντικά σημεία της ψυχοπαθολογίας του. Παρ’ όλα αυτά δεν υπάρχει πάντα ο χρόνος για επέκταση γιατι μπορεί για παράδειγμα να προκύπτουν σημαντικά θέματα σχετιζόμενα με το ‘εδώ και τώρα’ της ομάδας που είναι αναγκαίο να λυθούν. Έτσι το μέλος έχει την ευκαιρία να εξελιχθεί στην ατομική του θεραπεία με έναν από τους θεραπευτές της γνωσιακής αναλυτικής ομάδας.
Τέλος, μπορεί ένα task με το οποίο ασχολήθηκε η ομάδα να παρακινήσει ένα μέλος να επεκταθεί σε ζητήματα προσωπικά που ίσως με αυτό τον τρόπο ‘αφυπνιστούν’. Η ατομική γνωσιακή αναλυτική θεραπεία εκ παραλλήλου είναι μια χρυσή τομή.


Σύνδρομο επαγγελματικής εξουθένωσης- Burn out syndrome (πηγή: http://www.iatronet.gr/)





"Απεχθάνεστε το να πηγαίνετε στη δουλειά σας το πρωί;
Εκνευρίζεστε εύκολα με τους συναδέλφους, τους συνεργάτες ή τους πελάτες σας και χάνετε την υπομονή σας;
”Ζηλεύετε” εκείνους που είναι ευχαριστημένοι στη δουλειά τους;
Ενδιαφέρεστε λιγότερο πλέον να κάνετε ”καλά” τη δουλειά σας;
Οι δραστηριότητες στην εργασία σας που παλιότερα ήταν ικανοποιητικές και ευχάριστες σας φαίνονται πλέον ”ασήκωτο φορτίο”;
Η κούραση και η βαρεμάρα στη δουλειά σας είναι… ”τεράστιες”;
Η σκέψη ότι αύριο είναι Δευτέρα σας προκαλεί ”κατάθλιψη”;
Και όλα αυτά ενώ πριν ήσαστε ένας άνθρωπος με ενθουσιασμό (ή τουλάχιστον αρκετό ενδιαφέρον) για τη δουλειά του, με ενεργητικότητα, στόχους και καινούργιες ιδέες;
Το χρόνιο, έντονο εργασιακό στρες μπορεί προοδευτικά να οδηγήσει στην εμφάνιση του συνδρόμου της 'επαγγελματικής εξουθένωσης', δηλαδή στη σωματική, ψυχική και συναισθηματική εξάντληση, μια κατάσταση όπου ο εργαζόμενος χάνει το ενδιαφέρον και τα θετικά συναισθήματα που είχε (στο βαθμό που είχε!) για το αντικείμενο της δουλειάς του, παύει να είναι ικανοποιημένος από την εργασία και την απόδοσή του και αναπτύσσει αρνητική εικόνα για τον εαυτό του.

Συνήθως η επαγγελματική εξουθένωση εμφανίζεται σε εργασιακές συνθήκες που κάνουν το άτομο να αισθάνεται ότι:
Δουλεύει υπερβολικά.
Δεν εκτιμάται αρκετά η εργασία του.
Δεν είναι ξεκάθαρος ο ρόλος και τα καθήκοντά του, καθώς και οι προσδοκίες που οι άλλοι έχουν απ’ αυτό.
Δεν έχει τον έλεγχο σε σημαντικά ζητήματα σχετικά με τη δουλειά του.
Δεν είναι εξασφαλισμένη η θέση εργασίας του και υπάρχει ανασφάλεια για το μέλλον.
Έχει αναλάβει υπερβολικές υποχρεώσεις.
Δεν ανταμείβεται ανάλογα με την προσφορά του.

Εκτός από τα παραπάνω, υπάρχουν και προσωπικοί παράγοντες που καθιστούν κάποιους ανθρώπους ”ιδανικούς υποψήφιους” για εργασιακή εξουθένωση. Το φαινόμενο αυτό συνήθως 'χτυπά' τα άτομα που έχουν τα παρακάτω χαρακτηριστικά:
Είναι ιδιαίτερα ευσυνείδητα.
Έχουν υπερβολικές προσδοκίες από τον εαυτό τους, επιδιώκουν την τελειότητα και έχουν την πεποίθηση ότι μπορούν -ή πρέπει- να επιτυγχάνουν σε ό,τι κάνουν.
Θέτουν μη ρεαλιστικούς στόχους και αναλαμβάνουν περισσότερα απ’ όσα θα μπορούσαν να φέρουν σε πέρας χωρίς να… φτάσουν στα όριά τους.
Δυσκολεύονται -ή δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους- να λένε ”όχι”, θέλουν να ικανοποιούν τους πάντες.
Αρνούνται να μοιραστούν τις ευθύνες με άλλους ή να συζητήσουν τις δυσκολίες τους και προτιμούν να εργάζονται μόνοι.
Θεωρούν ότι η προσωπική αξία τους είναι στενά συνδεδεμένη με τη δουλειά τους και έχουν έντονη την ανάγκη αποδοχής από τους άλλους μέσα από τα επιτεύγματά τους.

Το φαινόμενο της εργασιακής εξουθένωσης μας ”προειδοποιεί” για την επικείμενη εμφάνισή του, καθώς είναι μια συσσωρευτική διαδικασία που οδηγεί σταδιακά σε συναισθηματική εξάντληση και απόσυρση, της οποίας τα πρώτα σημάδια είναι η απώλεια ενεργητικότητας και κινήτρου και μια αίσθηση ”παράλυσης” σχετικά με την αντιμετώπισή της – η επαγγελματική εξουθένωση είναι ο ”πάτος” μιας αργής και… σιωπηλής διαδικασίας.
Η αρχική αντίδραση απέναντι στο έντονο και παρατεταμένο στρες και στη μείωση της παραγωγικότητάς σας μπορεί να είναι να προσπαθήσετε ακόμα περισσότερο να ανταποκριθείτε σε διάφορους απαιτητικούς ρόλους και καθήκοντα, πιέζοντας τον εαυτό σας να δουλέψει πιο σκληρά, περισσότερο και πιο γρήγορα!
Στη συνέχεια, σταδιακά μπορεί να… κάνουν την εμφάνισή τους ορισμένα ”συμπτώματα” όπως τα παρακάτω:
Έντονα αρνητικά συναισθήματα και σκέψεις:
ανυπομονησία
αρνητισμός
αδυναμία αντίδρασης
σύγχυση
έλλειψη ελπίδας
θυμός
αίσθημα ”ματαίωσης” και απογοήτευσης
συναισθηματική απομάκρυνση και απομόνωση από τους δικούς σας ανθρώπους και από τους συναδέλφους
έλλειψη ικανοποίησης από την εργασία
ανία, αδιαφορία
αποτυχία
'εγκλωβισμός' σε μια κατάσταση από την οποία δεν υπάρχει διαφυγή
υπερβολική πίεση από τα καθήκοντα
αβεβαιότητα για την επιλογή επαγγέλματος ή χώρου εργασίας
αβεβαιότητα για τις ικανότητες και την επαγγελματική επάρκεια
κυνισμός
ευερεθιστότητα
έντονο άγχος
αναποφασιστικότητα.

Ακόμα, μπορεί να παρουσιαστούν και σωματικές ενοχλήσεις, όπως:
πονοκέφαλοι
πόνοι σε διάφορα σημεία του σώματος (στον αυχένα, στην πλάτη, στο στομάχι κ.λπ.)
προβλήματα στον ύπνο (αϋπνία ή υπνηλία)
αλλαγές στην όρεξη (μείωση ή αύξηση)
αυξημένη αρτηριακή πίεση
τρίξιμο δοντιών στον ύπνο (ή συνεχές σφίξιμο, πολλές φορές και… στον ξύπνιο!)
έντονη, παρατεταμένη κόπωση.

Οι… πρώτες βοήθειες που μπορούμε να προσφέρουμε στον εαυτό μας όταν συνειδητοποιήσουμε ότι είμαστε… σωματικά και ψυχικά εξαντλημένοι από την εργασία μας:
Το πρώτο βήμα είναι να αναγνωρίσουμε τις αιτίες που μας κάνουν να νιώθουμε τόση πίεση: οι εργασιακές συνθήκες, ο τρόπος με τον οποίο σκεφτόμαστε για τη δουλειά μας, οι στόχοι που έχουμε θέσει, η υπόλοιπη ζωή μας (ή η… ανυπαρξία της).
Να αναγνωρίσουμε τα όριά μας και τον περιορισμένο έλεγχο που εκ των πραγμάτων έχουμε σε κάποιες καταστάσεις και να διακρίνουμε αυτά που μπορούμε αν αλλάξουμε (προσπαθώντας να βρούμε και τους τρόπους) από εκείνα που πρέπει να αποδεχτούμε ως έχουν.
Να φροντίσουμε τον εαυτό μας τόσο συναισθηματικά όσο και σωματικά: πιο ισορροπημένη διατροφή, καλύτερος ύπνος, σωματική άσκηση και ξεκούραση είναι μερικές τετριμμένες αλλά απαραίτητες συμβουλές.
Να μάθουμε να χειριζόμαστε το στρες με διαφορετικούς τρόπους*.
Να οργανώνουμε καλύτερα το χρόνο μας, ώστε να υπάρχει και χώρος για… απραξία (την οποία όμως πρώτα πρέπει να μας… επιτρέψουμε!)*.
Να μάθουμε να λέμε ”όχι” χωρίς φόβο και ενοχές*.
Να θέτουμε ρεαλιστικούς και εφικτούς στόχους
Να δίνουμε, όποτε μπορούμε, προτεραιότητα στον εαυτό μας και στις ανάγκες μας.
Να μοιραζόμαστε με άλλους τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις μας όταν είναι εφικτό (αρκεί πρώτα να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να ζητήσει βοήθεια, να δεχτούμε ότι και οι άλλοι μπορούν να τις φέρουν σε πέρας εξίσου καλά, ή να ”αντέξουμε” το γεγονός ότι τα πράγματα δεν θα γίνουν ακριβώς όπως τα έχουμε εμείς στο μυαλό μας εφόσον θα τα αναλάβουν άλλοι).
Να 'τροφοδοτήσουμε' και να φροντίσουμε τις εργασιακές αλλά και τις προσωπικές σχέσεις μας και γενικότερα τη ζωή μας έξω και πέρα απ’ τη δουλειά.
Να εκφράσουμε τη δυσαρέσκειά μας, στο μέτρο του δυνατού, στα κατάλληλα πρόσωπα που θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν (προϊσταμένους, συναδέλφους κ.λπ.).
Να εξετάσουμε την πιθανότητα να αναζητήσουμε άλλη εργασία εφόσον οι συνθήκες δεν αλλάζουν.

Και οι 'στόχοι ζωής':
Όταν βλέπουμε τη δουλειά και τα εργασιακά μας καθήκοντα από… τόσο κοντά που μας κρύβουν οτιδήποτε άλλο, όταν αρχίσουμε να πιστεύουμε ότι αν αυτό το ”οικοδόμημα” που λέγεται επάγγελμα ή καριέρα διαλυθεί, θα διαλυθούμε κι εμείς μαζί του, τότε έχουμε ”εξασφαλίσει” για τον εαυτό μας, μελλοντικά ή και άμεσα, μια… γερή επαγγελματική εξουθένωση!
Η χρόνια σωματική και ψυχική κόπωση στην ουσία μπορεί να είναι μια ”προστατευτική αντίδραση” του οργανισμού μας, που μας λέει ότι… δεν αντέχει άλλο τους ρυθμούς και πιθανόν τις επιλογές μας και απαιτεί να αλλάξουμε ”πορεία”… Με λίγα λόγια, δεν χρειάζονται και πολλά: μόνο να επαναπροσδιορίσουμε τις προτεραιότητές μας και να ξαναχτίσουμε τη ζωή μας γύρω απ’ αυτές."
Από Παυλάτου Ευθυμία Κλινική ψυχολόγος- Ψυχοθεραπεύτρια


‘Καθρέφτη καθρεφτάκι μου…’
(επιμέλεια: Χουτοχρήστος Βαλάντης- ψυχολόγος)



Ο ναρκισσιστής παρουσιάζει σε γενικότερο επίπεδο μια γενικευμένη εικόνα μεγαλείου και υπερβολικής ενασχόλησης με θέματα που αφορούν την αυτοεκτίμησή του. Ο εαυτός αποκτά σημαντικότατη αξία, ενώ η αρνητική κριτική αντιμετωπίζεται με θυμό ή κατάθλιψη. Η εικόνα εαυτού φαίνεται να είναι εύθραυστη. Ο ναρκισσιστής, συχνά, εκμεταλλεύεται τους άλλους για το συμφέρον του ενώ με δυσκολία αντιλαμβάνεται τις δυσκολίες και τα προβλήματα του διπλανού. Μεγαλύτερη αξία αποκτά το φαίνεσθαι των πραγμάτων παρά το είναι.
Το ερώτημα είναι αν τα ναρκισσιστικά γνωρίσματα είναι ανακοπές της ανάπτυξης ή άμυνες. Υποστηρίζεται από κάποιους ότι η εικόνα μεγαλείου και η έλλειψη κατανόησης του διπλανού (ενσυναίσθηση) αποτελούν άμυνα απέναντι σε συναισθήματα ασυνείδητης πρωτόγονης επιθετικότητας ενώ η αίσθηση μεγαλείου μπορεί να αναπληρώνει τα βαθύτερα συναισθήματα κατωτερότητας του ναρκισσιστή.

Πρόσθετες πληροφορίες:

- H διαταραχή μπορεί να είναι χρόνια.
- Η γήρανση αποτελεί ναρκισσιστικό πλήγμα.
- Πιθανές επιπλοκές: διαταραχές διάθεσης, ψυχωσικές καταστάσεις, σωματόμορφες διαταραχές, χρήση ουσιών.
- Επιφυλάξεις στη πρόγνωση…Συνήθως πιο έντονη η ναρκισσιστική ενασχόληση κατά την πρώιμη ενήλικη ζωή.




Διαγνωστικά κριτήρια (η κάλυψη τουλάχιστον πέντε) κατά DSM-IV-TR:

- Μεγαλειώδης αίσθηση σημαντικότητας του εαυτού.
- Ενασχόληση με φαντασιώσεις απεριόριστης επιτυχίας, δύναμης, ευφυίας, ομορφιάς, εξυπνάδας ή του ιδανικού έρωτα.
- Πεποιθήσεις ότι είναι εξαιρετικός και μοναδικός άνθρωπος που μπορεί να κατανοηθεί ή να σχετιστεί μόνο με άτομα ‘του ίδιου επιπέδου’.
- Απαίτηση υπερβολικού θαυμασμού
- Αίσθηση ότι κατέχει ιδιαίτερα δικαιώματα, δηλαδή αδικαιολόγητες προσδοκίες ευνοϊκής αντιμετώπισης ή αυτόματης συμμόρφωσης με τις προσδοκίες του.
- Διαπροσωπική εκμετάλλευση, δηλαδή εκμετάλλευση των άλλων για την επίτευξη προσωπικών στόχων.
- Έλλειψη ενσυναίσθησης , δηλαδή είναι απρόθυμος να αναγνωρίσει ή να ταυτιστεί με τα (συν)αισθήματα ή τις ανάγκες των άλλων.
- Ζηλεύει συχνά τους άλλους ή πιστεύει ότι τον ζηλεύουν.
- Αλαζονικές και υπεροπτικές συμπεριφορές /στάσεις.

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2009


αγάπη…τι δύσκολο πράγμα…

(επιμέλεια: Χουτοχρήστος Βαλάντης- ψυχολόγος)





Πόσο δύσκολη, μπερδεμένη, αλλόκοτη ίσως η φάση κατά την οποία η σχέση περνά σε μια ‘παρακμή’…Τότε που θεωρούμε πως όλα τελειώνουν και προετοιμάζουμε το έδαφος για να προχωρήσουμε δίχως τον άνθρωπο που για ένα χρονικό διάστημα περάσαμε καλά και αναπτυχθήκαμε μέσα από το είναι του. Σε αυτή τη φάση μπορεί να το προσπαθούμε και οι δύο μεριές, να το φέρνουμε από δω, να το πηγαίνουμε από κει, αλλά να θεωρούμε ότι κατά έναν ‘μαγικό’ τρόπο δεν υπάρχει επιστροφή στη σχέση…Όλα μάταια…Είναι όντως έτσι;
Και αν υπάρχει ένα δεύτερο επίπεδο που αδυνατούμε να το δούμε; Ίσως για κάποιους η αίσθηση ανίας και έλλειψης αυθορμητισμού να σηματοδοτεί το τέλος της σχέσης. Και όμως μπορεί να είναι η έναρξη μιας ώριμης φάσης της σχέσης που απλά για κάποιους δεν είναι γνωστή. Χωρίς εκρήξεις ζήλειας, χωρίς έντονες καταστάσεις, χωρίς αναπάντεχες εκπλήξεις ή χωρίς την αναζήτηση παθιασμένου ‘πυροσβεστικού sex’…Υποσχόμενοι στο ταίρι μας ότι θα’μαστε δίπλα του ακόμη και όταν έρθει ο ‘πολυσυζητημένος χωρισμός’..-αυτό δεν θα ήταν εν τέλει το σημαντικό ζητούμενο για μια τόσο κερδοφόρα-κατά τα άλλα- συναισθηματικά σχέση ; Φαντάζουν ήρεμα μάλλον όλα…Ναι, και αν κάποιος έχει μάθει να ζει στην ένταση και να τρέφεται από αυτή σίγουρα θα σαμποτάρει μια τέτοια κατάσταση ζωής.. ‘Βαριέμαι, είναι όλα ίδια κάθε μέρα, νιώθω ότι δεν προχωράω…’
Ή μήπως προχωράω και δεν θέλω να το δω, μήπως βάζω φρένο στην διαπροσωπική μου εξέλιξη με αμυντικούς μηχανισμούς σαν και αυτούς που η Γνωσιακή Αναλυτική θεραπεία ονομάζει ‘snags’ (‘αυτοσαμποτάζ’). Μήπως άραγε θέλω να μείνω εγκλωβισμένος σε ρόλους που πάντα βόλευαν-για παράδειγμα- την ισορροπία του οικογενειακού μου συστήματος, μεταφράζοντάς τους έτσι ως ρόλους υγιείς , πληρώνοντας, όμως, έτσι αμαρτίες άλλων..;

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009


To σύνδρομο του Πίτερ Παν! (πηγή: http://www.health.in.gr/)


Και ποιος δεν έχει απολαύσει τον Πήτερ Παν, τον ήρωα του παραμυθιού του Τζ. Μ. Μπάρι, στις περιπέτειές του στην οθόνη ή στις σελίδες του βιβλίου; Ο Πήτερ Παν αποτελεί σύμβολο της αιώνιας νιότης, ανεμελιάς και χαράς. Σε μια "ψυχολογική ανάγνωση" της προσωπικότητάς του, ο Πήτερ Παν είναι το άτομο του οποίου ο εαυτός δεν έχει βρει ένα σημείο ισορροπίας και είναι παγιδευμένος ανάμεσα στον άνδρα που δεν θέλει να γίνει και στο παιδί που δεν μπορεί να εξακολουθήσει να είναι λόγω ηλικίας, με όλες τις συμπεριφορικές και συναισθηματικές συνέπειες που μπορεί να έχει κάτι τέτοιο.
Όμως, αυτό το ψυχολογικό προφίλ δεν είναι προνόμιο του Πήτερ Παν μόνο, αλλά και πολλών νέων ανδρών που διστάζουν μπροστά στη μετάβαση από την εφηβεία/πρώτη νεότητα προς την ψυχολογική ενηλικίωση και την ωριμότητα. Το άγχος ή ίσως και τρόμος του νέου άντρα μπροστά σε αυτή την προοπτική δημιουργεί τη λεγόμενη "κρίση ταυτότητας" και την αναζήτηση του εαυτού, μέσα σε έναν κυκεώνα απαιτήσεων και υποχρεώσεων.

Χρονολογική εμφάνιση ενδείξεων και συμπτωμάτων του συνδρόμου του Πήτερ Παν (ΣΠΠ)


Ηλικία 12-17: ανευθυνότητα, άγχος, μοναξιά, σύγκρουση με τον σεξουαλικό ρόλο
Ηλικία 18-22: ναρκισσισμός, άρνηση, σωβινιστική συμπεριφορά
Ηλικία 23-25: περίοδος οξείας κρίσης κατά την οποία ο άντρας ζητάει βοήθεια από το περιβάλλον του
Ηλικία 26-30: πέρασμα στο χρόνιο στάδιο, ανάληψη του ρόλου του "ώριμου" ενήλικα
Ηλικία 31-45: γάμος, παιδιά, σταθερή δουλειά αλλά και αίσθηση απελπισίας και εγκλωβισμού που κάνει τη ζωή του άτονη και πληκτική
Μετά τα 45: κατάθλιψη και εκνευρισμός, "επανάσταση κι εξέγερση", απεγνωσμένα διαβήματα σε μια προσπάθεια να ξαναβρει τα νιάτα του

Κοινωνικό-οικονομικό προφίλ

Τα άτομα αυτά ανήκουν στη μέση ή την ανώτερη τάξη και συνήθως η οικονομική τους κατάσταση είναι πολύ ή και πάρα πολύ καλή. Στις νεότερες ηλικίες το άτομο αυτό έχει μεγάλη οικονομική στήριξη από την οικογένειά του για μια πολύ άνετη ζωή. Σε μεγαλύτερη ηλικία, κι ενώ έχει οικονομική ανεξαρτησία, επιφάνεια και σιγουριά, το άτομο αυτό αισθάνεται οικονομικά ανασφαλές και διέπεται από μια γενικότερη μιζέρια και τσιγκουνιά προς τους άλλους, εκτός κι αν πρόκειται αποκλειστικά για τη δική του καλοπέραση.
Συνήθως το άτομο με το σύνδρομο του Πήτερ Παν είναι το μεγαλύτερο αρσενικό παιδί μιας παραδοσιακής οικογένειας, με γονείς που ζουν κάτω από την ίδια στέγη και έχουν μια οικονομική επιφάνεια. Συνήθως ο πατέρας είναι υψηλόμισθος υπάλληλος ή επιχειρηματίας, ενώ η μητέρα έχει ως βασικό καθήκον τη φροντίδα των παιδιών και του σπιτιού.
Κάποιες φορές όμως βλέπουμε ότι ισχύουν οι ακριβώς αντίστροφοι γονεϊκοί ρόλοι. Τα ενδιαφέροντα του ατόμου με το ΣΠΠ εστιάζονται στις κοινωνικές συναναστροφές, τα πάρτυ και τις εξόδους, καθώς και σε σπορ που το αναδεικνύουν και το φέρνουν στο κέντρο της προσοχής.

Το ψυχολογικό πορτραίτο του άνδρα με σύνδρομο του Πήτερ Παν

Στον συναισθηματικό τομέα, το άτομο αυτό έχει ένα συναισθηματικό μπλοκάρισμα και δε εκφράζει τα συναισθήματά του με τον τρόπο που τα βιώνει. Συνήθως βιώνει ακραία συναισθήματα, με μια βασανιστική υπερβολή: ο θυμός εκδηλώνεται σαν μένος ή σαν λύσσα, η χαρά παίρνει τη διάσταση της υστερίας, η απογοήτευση μετατρέπεται σε αυτολύπηση, ενώ η λύπη μπορεί να μεταμορφωθεί σε εξαναγκασμένο και επίπλαστο κέφι, παιδιάστικη φαιδρότητα ή νευρικό γέλιο και παροξυσμός.
Ο εγωκεντρισμός αυτών των ανθρώπων είναι ιδιαίτερα έντονος και συχνά αγγίζει την ωμότητα. Ενώ πολλές φορές το άτομο με ΣΠΠ δηλώνει την αγάπη του ή το νοιάξιμό του για κάποιον άλλον, στην πορεία των πραγμάτων "ξεχνάει" τις δηλώσεις του και δεν τις εξωτερικεύει με τρόπο που αυτό που λέει να φαίνεται και να γίνεται και αντιληπτό από τον αποδέκτη του προφορικού του μηνύματος.
Συχνά αυτό το άτομο δείχνει σαν να μη θέλει να μοιραστεί τα συναισθήματά του με τους οικείους του, πράγμα το οποίο οφείλεται όχι τόσο σε άρνηση αυτή καθ' αυτή, αλλά στο γεγονός ότι έχουν χάσει την επαφή με τα συναισθήματά τους και δεν μπορούν να τα εκφράσουν επειδή, απλούστατα, δεν ξέρουν ούτε οι ίδιοι τι αισθάνονται.
Η αναβλητικότητα είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό των ατόμων με ΣΠΠ, η οποία εκδηλώνεται τόσο σε πρακτικά όσο και σε ψυχολογικά ζητήματα. Η στάση του αυτή πηγάζει κυρίως από μια αμυντική θέση που το άτομο έχει απέναντι στην κριτική και έτσι, το "δεν ξέρω και δεν με νοιάζει" έχει αναδειχτεί ως τρόπος ζωής και αντιμετώπισης των πραγμάτων. Πηγαίνοντας από αναβολή σε αναβολή σε όλα τα θέματα, το άτομο αυτό συγχέει τους στόχους και τους σκοπούς του στη ζωή και αισθάνεται μια μόνιμη ένταση σχετικά με τον προορισμό του και την όλη του πορεία.
Η κοινωνική ανικανότητα βρίσκεται κάτω ακριβώς από την φανταχτερή επιφάνεια της κοινωνικότητας που εκπέμπουν κι επιδεικνύουν με κάθε τρόπο. Έχουν δυσκολία να κάνουν και να διατηρήσουν αληθινούς φίλους και τους αρέσει να πειραματίζονται μπαίνοντας από παρέα σε παρέα, χωρίς όμως να μπορούν να στεριώσουν πουθενά.
Η τάση τους για παρορμητικές επιλογές είναι εμφανής και στον κοινωνικό τομέα. Έτσι, η αναζήτηση φίλων και γνωστών και η εκδήλωση φιλικής συμπεριφοράς και κοινωνικότητας γίνεται σημαντικότερη από την ουσιαστική και έμπρακτη εκδήλωση του ενδιαφέροντός του για τα πραγματικά αγαπημένα και οικεία τους πρόσωπα.
Το άτομο αυτό έχει τόση δυσκολία να νιώσει καλά με τον ίδιο του τον εαυτό, που ψάχνει διαρκώς αυτή την αίσθηση στους άλλους. Δημιουργεί λοιπόν μια ψευτοπερηφάνεια που συχνά τον φέρνει στα όριά του και δοκιμάζει και τις αντοχές των γύρω του.
Σε αυτά τα άτομα υπάρχει μια εξάρτηση από την μητέρα, μέσα από μια διπολική σχέση αγάπης και μίσους προς αυτή, που βιώνεται με θυμό κι ενοχή. Ενώ το άτομο με ΣΠΠ θέλει να απελευθερωθεί από την επιρροή της μητέρας του, νιώθει ενοχές κάθε φορά που το προσπαθεί. Είναι φανερή η υπερένταση που υπάρχει στον αέρα όταν βρίσκεται με τη μητέρα του, με στιγμές σαρκασμού και γλυκύτητας.
Υπάρχει επίσης και μια ταυτόχρονη εξάρτηση από τον πατέρα, από τον οποίο το άτομο με ΣΠΠ νιώθει απομονωμένο. Αισθάνεται την ανάγκη ψυχικής εγγύτητας με τον πατέρα του, αλλά πιστεύει ότι δε θα κερδίσει ποτέ την έγκριση και την αγάπη του.
Η σεξουαλική εξάρτηση του ατόμου με ΣΠΠ είναι ιδιαίτερα έντονη κι έχει τις ρίζες της στην κοινωνική του αδυναμία καθώς και στο μοτίβο εξάρτησης από τους γονείς του. Το άτομο με ΣΠΠ κατατρέχεται από το φόβο της απόρριψης και ψάχνει απεγνωσμένα για φιλενάδα, την οποία συνήθως βρίσκει μετά την ηλικία των 20 ετών.
Στη συνέχεια, το σεξ του γίνεται έμμονη ιδέα και τρόπος καταξίωσής του, με αποτέλεσμα οι συζητήσεις και οι αναζητήσεις του να περιστρέφονται γύρω από αυτό σε σημείο που να του γίνεται τρόπος ζωής κι επικοινωνίας με τους άλλους.
Δεν του αρέσουν οι δυναμικές κι ανεξάρτητες γυναίκες και προτιμά αυτές για τις οποίες θα έχει την αίσθηση ότι τις προστατεύει, ότι έχει μια υπεροχή απέναντί τους και ότι αυτές εξαρτώνται από αυτόν και άρα δεν πρόκειται να τον απορρίψουν.


Δρ. Λίζα Βάρβογλη, Ph.D. Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια

Ψυχαναλυτική προσέγγιση των διαταραχών πρόσληψης τροφής (πηγή: http://www.encefalos.gr/- Encefalos Journal)


ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Κ.Ψυχίατρος, Ειδικό Ιατρείο διαταραχών πρόσληψης τροφής Πανεπιστημιακής Ψυχιατρικής Κλινικής Αιγινητείου Νοσοκομείου, Μέλος Ελληνικής Εταιρίας Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας

Περίληψη


Οι ασθενείς που πάσχουν από διαταραχές πρόσληψης τροφής αποτελούν μια ιδιαίτερα δύσκολη ομάδα ασθενών ως προς την προσέγγιση και την θεραπευτική τους αντιμετώπιση. Στην αιτιολογία εμπλέκονται ψυχολογικοί και κοινωνικοπολιτισμικοί παράγοντες ενώ πιθανολογείται και βιολογική προδιάθεση.
Στην συγκεκριμένη εργασία θα προσεγγιστούν αυτές οι διαταραχές μέσα από μια ψυχοδυναμική σκοπιά ως μια παθολογία του εαυτού που οφείλεται στην χρόνια και τραυματική διατάραξη της σύνδεσης μέσω empathy του παιδιού με το γονεϊκό περιβάλλον. Αυτή η συνεχιζόμενη βίαιη αποκοπή της σύνδεσης στις πρώιμες σχέσεις επηρεάζει καθοριστικά την ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη και κυρίαρχα την εικόνα του σώματος. Κατά την εφηβεία γίνεται προσπάθεια να αναπληρωθούν αυτά τα δομικά ελλείμματα αναπαριστώντας συμβολικά μέσω των συμπτωμάτων της βουλιμίας και της ανορεξίας τόσο τον κίνδυνο που διατρέχει ο εαυτός όσο και την προσπάθεια επανόρθωσης.
Λόγω της πολυπλοκότητας της διαταραχής αλλά και της τάσης αυτών των ασθενών να καταφεύγουν σε σωματικές αναπαραστάσεις εμποδίζοντας έτσι την συναισθηματική ανταλλαγή στο θεραπευτικό πλαίσιο, συνιστώνται τροποποιημένες ψυχοδυναμικού τύπου παρεμβάσεις που στοχεύουν στην επίλυση των παθολογικών σχέσεων με τους άλλους και στην ενίσχυση της συνοχής του εαυτού.

Λέξεις κλειδιά: Ψυχογενής ανορεξία, βουλιμία, ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία, ψυχολογία του εαυτού.

Οι διαταραχές πρόσληψης τροφής, λόγω της αυξανόμενης συχνότητας αλλά και του ιδιαίτερου κλινικού ενδιαφέροντος που παρουσιάζουν τα τελευταία χρόνια, έχουν απασχολήσει ιδιαίτερα τόσο τις ερευνητικές ομάδες στην Ψυχιατρική όσο και την κοινή γνώμη και τον Τύπο.
Η Ψυχανάλυση, αν και δεν είναι κάτι τόσο γνωστό, από τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής της έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μόλις το 1889 ο Φρόυντ έγραφε στον Φλις "η γνωστή νευρογενής ανορεξία των κοριτσιών φαίνεται να είναι μια μελαγχολία που συμβαίνει όταν δεν αναπτύσσεται η σεξουαλικότητα. Η απώλεια της όρεξης είναι σε σεξουαλικούς όρους η απώλεια της λίμπιντο". Τα επόμενα χρόνια και καθώς εξελισσόταν η ψυχαναλυτική σκέψη, η διαταραχή δεχόταν νέες ερμηνείες. Οι θεωρητικοί της ψυχολογίας του εγώ επικεντρώθηκαν στην αδυναμία και την αναποτελεσματικότητα του ανορεκτικού ασθενή να πετύχει την αυτονόμησή του στην εφηβεία πιθανόν ως αποτέλεσμα μιας διαταραγμένης πρώιμης σχέσης μητέρας-παιδιού. Οι υποστηρικτές της θεωρίας των αντικειμενοτρόπων σχέσεων αντιλήφθηκαν την διαταραχή ως την παρανοειδή αντίδραση ενός αδύναμου εαυτού απέναντι σε ένα παντοδύναμο κακό αντικείμενο το οποίο έχει ενσωματωθεί στον σωματικό εαυτό. Η διαπροσωπική θεωρία δίνει έμφαση στην εκμετάλλευση του ανορεκτικού παιδιού μέσα στην οικογένεια με στόχο την διατήρηση μιας παθολογικής ισορροπίας. Πρόσφατα οι διαταραχές αυτές μελετήθηκαν μέσα από το πρίσμα της θεωρίας της ψυχολογίας του εαυτού αποκαλύπτοντας ελλείμματα στο "εμπαθητικό καθρέπτισμα" κατά την παιδική ηλικία.
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η κλινική εμπειρία όσων έχουν ασχοληθεί ιδιαίτερα με αυτούς τους ασθενείς δείχνει ότι δεν πρόκειται για μια απόλυτα ομοιογενή ομάδα ασθενών. Έτσι, οι γενικεύσεις χρειάζονται προσοχή ενώ συχνά υπάρχει συννοσηρότητα τόσο στον άξονα 1 όσο και τον άξονα ΙΙ. Η πρόγνωση είναι γενικά φτωχή και μελέτες follow up δείχνουν ότι μόλις το 30- 40% είναι ελεύθερο συμπτωμάτων μετά από μακρόχρονες θεραπευτικές παρεμβάσεις.
Γενικά, οι ασθενείς που πάσχουν από διαταραχές πρόσληψης τροφής αποτελούν μια ιδιαίτερα δύσκολη ομάδα ασθενών ως προς την προσέγγιση και την θεραπευτική τους αντιμετώπιση. Στην αιτιολογία φέρεται να εμπλέκονται πολλοί παράγοντες βιολογικοί, κοινωνικοπολιτισμικοί και ψυχολογικοί.
Ασφαλώς πρόκειται για μια βαριά ψυχοπαθολογία. Πρόκειται για μια κατάσταση αυτοκαταστροφής και κακοποίησης ψυχικής και σωματικής. Υπάρχει όμως κι άλλη κακοποίηση. Η κακοποίηση που έχουν υποστεί αυτές οι ασθενείς όχι όμως με την μορφή ενός γεγονότος ή τραύματος αλλά με τον χρόνιο τραυματισμό της προσωπικότητάς τους λόγω της βίαιης αποκοπής της σύνδεσης στις πρώιμες σχέσεις τους.
Σ' αυτή την εργασία θα προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τις διαταραχές αυτές από μια ψυχαναλυτική σκοπιά και μέσα από την θεωρία της ψυχολογίας του εαυτού6. Θα τις προσεγγίσουμε δηλαδή ως μια παθολογία του εαυτού όπου υπάρχει μια χρόνια και τραυματική διατάραξη στην "εμπαθητική επαφή" γονέων-παιδιού. Λέγοντας "εμπαθητική" προσπαθώ να μεταφράσω τον αγγλικό όρο "empathy" που ίσως αποδίδεται καλύτερα και με τον όρο ενσυναίσθηση. Η ενσυναίσθηση ορίζεται ως η ικανότητα να τοποθετείται κάποιος στην ψυχική πραγματικότητα του άλλου αντιλαμβανόμενος τον κόσμο από αυτή την θέση. Θα τις αντιμετωπίσουμε ως δύο παραλλαγές μιας αμυντικής δομής που εγκαθίσταται για να αναπληρώσει μια παρατεταμένη διακοπή στην πρώιμη επαφή του παιδιού με το περιβάλλον και επομένως ένα έλλειμμα στην επικοινωνία.
Αυτό το μαζικό έλλειμμα εμποδίζει την ανάπτυξη λειτουργιών χαλάρωσης και ελέγχου της έντασης από το ίδιο το παιδί. Προάγει έτσι αποσυνδετικές άμυνες που γίνονται πιο έντονες όσο πιο χρονίζουσες και επαναλαμβανόμενες είναι οι διακοπές στην επικοινωνία. Οι αποσυνδετικές άμυνες συνθέτουν κατά πολύ την κλινική εικόνα των ασθενών π.χ. την διαταραγμένη εικόνα του σώματος ή την αποσύνδεση του σωματικού από τον ψυχικό εαυτό. Κατά την εφηβεία, γίνεται προσπάθεια να αναπληρωθούν τα δομικά ελλείμματα της σχέσης με τους άλλους, αναπαράγοντας συμβολικά μέσω των συμπτωμάτων της βουλιμίας και της ανορεξίας τόσο τον κίνδυνο που διατρέχει ο εαυτός όσο και την προσπάθεια επανόρθωσης4.
Διάφοροι συγγραφείς συμφωνούν ότι πρώιμα αναπτυξιακά ελλείμματα παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στην αιτιολογία αυτών των διαταραχών και προσπάθησαν να τα καθορίσουν με μεγαλύτερη ακρίβεια. Ο Brenner θεωρεί ότι το έλλειμμα αυτών των ασθενών έγκειται στην μη εσωτερίκευση επαρκών μητρικών λειτουργιών. Οι Sugarman και Kurash έδωσαν έμφαση σε ένα πυρηνικό έλλειμμα των βουλιμικών ασθενών που συμβαίνει κατά την αναπτυξιακή φάση του αποχωρισμού- εξατομίκευσης, μία φάση που σχετίζεται με την ικανότητα δημιουργίας ξεχωριστών αναπαραστάσεων εαυτού και αντικειμένου ενώ οι Swift και Letven πρότειναν ότι αυτοί οι ασθενείς παρουσιάζουν ένα βασικό "λάθος" στην δομή του εγώ τους το οποίο σχετίζεται με συγκεκριμένες λειτουργίες που ρυθμίζουν την ψυχική ένταση.
Ο εαυτός, έχοντας τα στοιχεία της συγκρότησης και της ζωντάνιας καθώς και την δυνατότητα ανάπτυξης πρωτοβουλιών, αποτελεί την ουσία κάθε ψυχολογικής οντότητας. Μόνο ένα περιβάλλον που ανταποκρίνεται στις ανάγκες του βρέφους και παρέχει τις εμπειρίες του ζειν, μπορεί να διευκολύνει την μετατροπή του δυναμικού του με όλα τα συνοδά άγχη σε μια δημιουργική πραγματικότητα.
Ένα περιβάλλον που φροντίζει, που καθησυχάζει, υποστηρίζει και αντέχει εσωτερικεύεται από το βρέφος και γίνεται τμήμα του εαυτού του.
Οι εμπαθητικές γονεϊκές αντιδράσεις συνιστούν τις πρόδρομες δομές που συμβάλλουν και ενδυναμώνουν την ψυχική συγκρότηση του εαυτού. Έτσι οι γονείς που έχουν αυτή την ικανότητα κατανοούν τις ανάγκες των παιδιών τους ενώ η κλινική έννοια της λέξης καθορίζει το πώς οι γονείς (οι θεραπευτές) συλλέγουν τα δεδομένα για να κατανοούν τα παιδιά τους (τους ασθενείς). Το παιδί νιώθει πως οι ανάγκες του γίνονται κατανοητές καθώς με τους γονείς δημιουργείται ένας κοινός χώρος αλληλεπίδρασης και η ενσυναίσθηση γίνεται το ψυχικό περιβάλλον που στηρίζει και εμπεριέχει τα άγχη διευκολύνοντας σιωπηρά την ψυχική ανάπτυξη. Δημιουργούνται με αυτό τον τρόπο οι απαραίτητες ταυτίσεις για την ενίσχυση της συγκρότησης του εαυτού και το καθρέπτισμα αυτό θα μεταφραστεί αργότερα σε αυτοεκτίμηση και ανοχή στην ματαίωση. Αντίθετα, η απουσία ενσυναίσθησης δημιουργεί ένα αίσθημα ψυχικού κενού, έλλειψη ζωντάνιας και συνοχής του εαυτού. Η απουσία αυτή μοιάζει να είναι τραυματική ιδίως στην βρεφική ηλικία που είναι και η πιο καθοριστική για την ψυχική ανάπτυξη. Δεν μιλάμε βέβαια για τραύμα ως ένα συγκεκριμένο γεγονός που μπορεί κάποιος να το φέρει στην θύμησή του. Ο Winnicot λέει ότι "τραύμα μπορεί να είναι ότι τίποτα δεν συμβαίνει όταν κάτι θα έπρεπε να είχε συμβεί"10. Στην κλινική πράξη συχνά συναντούμε αυτή την αίσθηση με τους ασθενείς αυτούς όταν π.χ. παραπονιούνται ότι τίποτα δεν συμβαίνει στην θεραπεία ενώ η ματαίωση που βιώνουν τους οδηγεί συχνά να διακόπτουν. Στην καθημερινότητα αλλά και τις σχέσεις τους τίποτα δεν είναι αρκετό για να γεμίσει το κενό που νιώθουν.
Οι ασθενείς συχνά, μιλώντας για το παρελθόν, αναφέρονται σε αποσπασματικό ενδιαφέρον του περιβάλλοντός τους π.χ. μια αυξημένη προσοχή των γονέων σε μεμονωμένες αντιδράσεις τους ή σε σωματικές εικόνες με μερική ή ολική παραγνώριση των συναισθημάτων τους. Εξονυχιστικός έλεγχος, στιγμιαίες συμπεριφορές υπερευαισθησίας, έντονη ενασχόληση με αρνητικές πλευρές του εαυτού, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την γνώμη των άλλων και του κόσμου με παράλληλη αδιαφορία για τις πραγματικές ανάγκες του παιδιού.
Με άλλα λόγια όταν μια τέτοια ασθενής καθρεπτίζεται στους γονείς της, δεν αντιλαμβάνεται την αντανάκλαση του συνόλου του σωματικού εαυτού αλλά μια πρισματική εικόνα μεμονωμένων κομματιών. Μία ασθενής αναφέρει "ήταν σα να μη με καταλάβαινε κανείς στην οικογένειά μου. Αντίθετα επισήμαιναν πάντα τα λάθη ή τα κακά στοιχεία μου. Αυτό με τρέλαινε. Όταν συνέβαινε κοιτούσα τον εαυτό μου μέσα από πέντε διαφορετικούς καθρέπτες του σπιτιού μου και έβλεπα πάντα κάτι διαφορετικό. Ήταν σαν την ηχογράφηση. Ακούς τον εαυτό σου διαφορετικά απ' ότι στην πραγματικότητα. Ένιωθα μπερδεμένη και χαμένη. Δεν μπορούσε να το δει κανείς αλλά με έκανε να αισθάνομαι το σώμα μου να μην συνδέεται με το κεφάλι μου!"
Ένα άλλο χαρακτηριστικό τους είναι η ιδιαίτερη ευαισθησία τους για τις ανείπωτες επιθυμίες της μητέρας τους. Αυτή η ταύτιση με τον εσωτερικό κόσμο της μητέρας φαίνεται να αντιπροσωπεύει μια προσπάθεια να διατηρηθεί αμυντικά η επαφή μαζί της. Το παιδί υιοθετεί τα χαρακτηριστικά της μητέρας του που μένουν ανείπωτα, πλευρές που η ασθενής ξέρει ότι η μητέρα θεωρεί πολύ σημαντικές αλλά που ταυτόχρονα καταδικάζει και νιώθει ότι δεν της ταιριάζουν. "Εξαναγκάζεται" δηλαδή (κι αυτό συνιστά ασφαλώς μια βίαιη κατάσταση) να ακολουθήσει τον δρόμο της μητέρας για να διατηρήσει αυτό τον δεσμό μαζί της.. Το τίμημα όμως που πληρώνει από αυτή την εσωτερίκευση είναι να εμποδίζεται να αναγνωρίζει τις δικές της ανάγκες ως ξεχωριστές και να χάνει την αυτονομία και την συνεκτικότητά της ως άτομο. Οι ίδιες συχνά αναφέρουν ότι αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως "τον ενήλικα της μητέρας". Παρουσιάζουν δηλαδή μια πρόωρη ανάπτυξη, η οποία γίνεται φανερή και στο επίπεδο των κοινωνικών και πνευματικών δεξιοτήτων. Συνήθως άριστες μαθήτριες, πρότυπα καλού παιδιού για την ευρύτερη οικογένεια αναλαμβάνουν συχνά ενεργό ρόλο στηρίζοντας και συμβουλεύοντας τους άλλους. Στην οικογένειά τους συχνά αποκτούν την εύνοια και προτίμηση του πατέρα τοποθετώντας σε δεύτερο ρόλο την μητέρα. Στις αναφορές για το παρελθόν τους μιλούν για μια χρόνια έλλειψη διαθέσιμων για αυτούς ενηλίκων7. Αντίθετα εκείνες παρηγορούσαν και στήριζαν του άλλους στην οικογένεια. Χαρακτηριστικά τα λόγια μιας ασθενούς "Η μητέρα μου πάντα με ρωτούσε ποιο φόρεμα ήταν όμορφο, πως φαινόταν ή αν μαγείρευε ωραία. Ακόμα κι ο πατέρας μου αν και λιγότερο ζητούσε την συμβουλή μου για πράγματα που δεν ήξερα. Ήταν σαν να είμαι μια μητέρα για τους γονείς μου".
Η μη απόκτηση λοιπόν μηχανισμών ελέγχου και προστασίας του εαυτού και αυτοελέγχου της έντασης με την εσωτερίκευση μιας σχέσης σύνδεσης μέσω ενσυναίσθησης με τους γονείς, εμποδίζει τον εαυτό να ρυθμίζει τις λειτουργίες του όπως ο ύπνος, το φαγητό και η άσκηση, μια δυσκολία που φαίνεται να έχουν αυτοί οι ασθενείς. Στην προσπάθεια να υποκαταστήσουν αυτή την έλλειψη αναπτύσσουν μια τελειομανία που αποδεικνύεται πολύ καθησυχαστική στην καθημερινή πράξη. Η πεποίθηση ότι το σώμα τους είναι τέλειο, αλώβητο και ότι ρυθμίζεται αυτόματα, ανακουφίζει από το άγχος της αντίληψης έλλειψης ελέγχου για τις ίδιες τους τις λειτουργίες.
Αρκετοί συγγραφείς έχουν ασχοληθεί με το προφίλ της οικογένειας των ασθενών αυτών που κατά 90% είναι γυναίκες. Διαπιστώνουν μια τελειοθηρική στάση και αυτοθυσία της μητέρας σε συνδυασμό με έναν πατέρα μάλλον αμέτοχο. Οι Palazzoli και Bemporad διαπιστώνουν ότι συχνά υπάρχει ένα θέμα εμπιστοσύνης μεταξύ των γονέων κάτω όμως από μία μάσκα αφοσίωσης και αλληλεγγύης. Έτσι συχνά η ασθένεια του παιδιού καλείται να σταθεροποιήσει και να προστατέψει την γονεϊκή σχέση. Οι ίδιοι συγγραφείς διαπιστώνουν ότι σε αρκετές τέτοιες οικογένειες η ακαμψία και τελειοθηρία της ανορεκτικής κόρης αντανακλούν παρόμοιες αξίες από την πλευρά της μητέρας της. Τυπικά, η μητέρα είναι πολύ δοτική, ανταποκρίνεται έντονα στις ανάγκες του καθενός στην οικογένεια επειδή έτσι είναι σωστό χωρίς να υποστηρίζει τις δικές της ανάγκες. Θεωρεί την αυτοθυσία ως την υπέρτατη αρετή. Προβάλλει δηλαδή ένα πρότυπο γυναίκας που δεν υπολογίζει τον εαυτό της και αδιαφορεί για τις δικές της επιθυμίες. Συχνά παντρεύεται κάποιον που επίσης είναι ανίκανος να προσφέρει στον εαυτό του. Ο σύζυγος, συνήθως εξαρτημένος από τις γυναίκες μετριάζει αυτό το γεγονός με το να τις υποτιμά και να ζητά επίμονα και με απόλυτο τρόπο αφοσίωση και σεβασμό από την γυναίκα και τα παιδιά του. Άλλες φορές βέβαια αυτές οι απαιτήσεις του πατέρα καλύπτονται από ένα μανδύα επίσης αυτοθυσίας ή εργασιομανίας και υπερπροσφοράς. Μέσα σ' αυτό το κλίμα η ωρίμανση του κοριτσιού σε γυναίκα δείχνει τρομερή κι επικίνδυνη καθώς το να είναι γυναίκα σημαίνει να είναι αδύναμη και υποταγμένη μέσα σε ένα κόσμο ισχυρών και απαιτητικών αντρών. Αυτός ο τύπος οικογενειακής δομής συναντάται συχνότερα σε ασθενείς που πάσχουν από ψυχογενή ανορεξία. Υπάρχουν βέβαια αρκετές παραλλαγές και τα παραπάνω θα πρέπει να τα δούμε περισσότερο σαν μια χρήσιμη παρατήρηση παρά να τα συνδέσουμε άμεσα με την αιτιολογία της νόσου που είναι πολυπαραγοντική. Οι παρατηρήσει αυτές βασίζονται σε μελέτες που έκαναν οι Gordon, Beresin και Herzog σε ένα δείγμα 80 οικογενειών στις ΗΠΑ2.
Για τα παιδιά αυτά η έναρξη της εφηβείας και της εμμηνορυσίας είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Η κλονισμένη αυτοπεποίθηση και η έντονη ανάγκη να συμμορφώνονται με την επιθυμία της μητέρας καθιστούν την ωρίμανση και το φυσιολογικό αποχωρισμό από την οικογένεια τρομακτικές διαδικασίες. Απομονώνονται, αφού ο απόλυτος και δύσκαμπτος τρόπος σκέψης τις εμποδίζει να υπάρξουν ουσιαστικά με συνομηλίκους τους, ο κόσμος τούς φαίνεται εχθρικός. Η θέση στην ίδια τους την οικογένεια γίνεται άβολη καθώς ο ρόλος του νεαρού ενήλικα δεν τους ταιριάζει. Η σχέση με την μητέρα έχει βασιστεί στην συμμόρφωση και την υποταγή στις ανάγκες της παίρνοντας τον ρόλο του τέλειου παιδιού. Μπροστά στις νέες επιθυμίες και ανάγκες που αναδύονται καθώς και στην φυσιολογική επαναστατική τάση της εφηβείας η σχέση με την μητέρα είναι πλέον μετέωρη. Η στάση του πατέρα απέναντι στις γυναίκες καθιστά την γυναικεία ωρίμανση επίσης μια τρομακτική προοπτική. Έτσι η λύση που δίνεται είναι η αναστροφή της εφηβείας και της σεξουαλικής ωρίμανσης μέσω της ασιτίας.
Μέσα από αυτό τον τρόπο σκέψης θα μπορούσαμε να υποθέσουμε το γιατί ένα κορίτσι επηρεάζεται περισσότερο από αυτά τα προβλήματα της οικογένειας από ένα αγόρι. Ίσως γιατί οι αξίες που αναφέρθηκαν και τις οποίες ασπάζεται η μητέρα είναι πιο κοντά στις έμφυτες τάσεις ενός κοριτσιού όπως η στήριξη των σχέσεων.
Η βουλιμία είναι ένα χαρακτηριστικό σύμπτωμα των διαταραχών πρόσληψης τροφής αλλά και αρκετά πολύπλοκο ως προς την κατανόηση και την αιτιολογία του. Στην βουλιμία συμβαίνουν τελετουργικά επαναλαμβανόμενες πράξεις .που ξεκινούν από μια δυσφορική κατάσταση και ακολουθεί μια υπερφαγία. Αρχικά κάποιες κινήσεις προετοιμασίας και μετά μια οργιαστική κατανάλωση φαγητού. Μετά την συνειδητοποίηση της πληρότητας, η ασθενής φοβάται ότι θα παχύνει και αισθάνεται ένοχη ότι αφέθηκε στην επιθυμία της για να ακολουθήσει η καθαρτική συμπεριφορά (π.χ. έμετος) ή αυστηρός περιορισμός της τροφής. Το επεισόδιο τελειώνει μέσα σε μια συναισθηματική κατάσταση ανακούφισης μαζί και ντροπής. Το νόημα της όλης συμπεριφοράς φαίνεται ότι είναι αρκετά περίπλοκο και εκφράζει όλη την ενδοψυχική επικοινωνία της ασθενούς.
Αν δούμε την βουλιμία στο επίπεδο της διαπροσωπικής επικοινωνίας τότε το φαγητό υποκαθιστά το άτομο και η συμπεριφορά αυτή είναι η μεταφορά της σχέσης μαζί του.
Αν την δούμε στο επίπεδο της ενδοοικογενειακής επικοινωνίας τότε ίσως είναι η προσπάθεια για να κρατηθεί η ισορροπία σε μια οικογένεια που υπάρχει αλλοτρίωση αλλά και έχθρα.
Αν την δούμε στο επίπεδο μιας κοινωνικοπολιτισμικής επικοινωνίας μπορεί να αντιπροσωπεύει έναν ακραίο καταναλωτισμό και μια επιθετικότητα για την κοινωνία όπου τα αγαθά έχουν υποκαταστήσει τις ανθρώπινες ανάγκες. Προφανώς η ασθενής θέλει να επικοινωνήσει μηνύματα προς διάφορες κατευθύνσεις. Το βουλιμικό σύμπτωμα τελικά επικοινωνεί μια παθολογική αντίδραση-μια κατάπτωση- αλλά και μια προσπάθεια να οργανωθεί ο εαυτός με τρόπο που διατηρεί μερικώς την συνοχή του. Μιλάει δηλαδή για μια διπλή ιστορία μιας κατάπτωσης και μιας ανάκαμψης.
Η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία των διαταραχών πρόσληψης τροφής είναι μια μακρόχρονη και επίπονη διαδικασία τόσο για τον ασθενή όσο και τον θεραπευτή3. Η κλασσική ψυχαναλυτική μέθοδος που βασίζεται στην ουδετερότητα του θεραπευτή και την ανάλυση της μεταβιβαστικής σχέσης φαίνεται ότι δεν αποδίδει τουλάχιστον στην αρχική φάση. Αντίθετα πολύ αποδοτικές φαίνεται να είναι οι τροποποιημένες ψυχαναλυτικές μέθοδοι ή οι συνδυαστικές θεραπευτικές παρεμβάσεις. Η ψυχαναλυτική ουδετερότητα είναι για αυτούς τους ασθενείς μια έντονα ματαιωτική-τραυματική κατάσταση, μια επανάληψη των παλαιότερων δυναμικών μέσα στην οικογένεια και μια κατάσταση απώλειας ελέγχου. Η ασθενής βιώνει σχεδόν μια παρανοειδή κατάσταση όπου υπόκειται στις ναρκισσιστικές ανάγκες ενός ενήλικα-θεραπευτή που την οδηγεί να κινητοποιήσει ακόμα πιο έντονα τις αποσυνδετικές της άμυνες και να οχυρωθεί μέσα στον σωματικό εαυτό της8. Σε κάθε περίπτωση θα "μπλοκάρει" την θεραπεία και δεν θα μπορέσει να εκφράσει τα συναισθήματά της. Αντίθετα μια θεραπευτική διαδικασία που βασίζεται στην "εμπαθητική" σχέση, στην δημιουργία μιας αλληλεπίδρασης όπου η ασθενής μπορεί να εκφράζεται και να καθρεπτίζεται μέσα από τον θεραπευτή, μπορεί να βοηθήσει στην επεξεργασία και την αναστροφή των τραυματικών σχέσεων του παρελθόντος. Αυτό προϋποθέτει πρωτίστως την εγρήγορση του θεραπευτή αλλά και την ικανότητα να αντέξει τα συναισθήματα του ασθενή κυρίως την επιθετικότητα που είναι συνεχώς παρούσα σε φανερή ή καλυμμένη μορφή. Ο θεραπευτής συναλλάσσεται και αναλύει την σχέση με τις αποσυνδεδεμένες πλευρές του εαυτού του ασθενή κυρίως όμως με τον πιο απόκρυφο σωματικό εαυτό του. Έτσι, θα πρέπει να είναι μη επικριτικός, συνεπής και σταθερός αλλά και ελαστικός όπου χρειάζεται. Οι ασθενείς αυτοί αντιδρούν πολύ αρνητικά και αποδιοργανώνονται με τους ασαφείς στόχους, τις μεγάλες σιωπές, την αδράνεια και την τυπικότητα. Θα χρειαστούν συχνά ενθάρρυνση και καθοδήγηση που δεν θα έχουν όμως τον χαρακτήρα της παρεμβατικότητας.
Πιο συγκεκριμένα θα λέγαμε ότι η ψυχαναλυτική θεραπεία των διαταραχών πρόσληψης τροφής διανύει τρία στάδια1: Στο πρώτο στάδιο στόχος είναι όπως είπαμε η εγκατάσταση μιας εμπαθητικής σχέσης έτσι ώστε ο ασθενής να μπορεί να καταστεί παρατηρητής τόσο της συμπεριφοράς του όσο και σε ένα επόμενο στάδιο παρατηρητής της σχέσης του με τον θεραπευτή. Στην αρχή μιλούν συνεχώς για την εικόνα του σώματός τους και το φαγητό ενώ τα συναισθήματα υποτιμούνται γιατί μοιάζουν δυσβάσταχτα. Γίνεται λοιπόν προσπάθεια να αποκωδικοποιηθεί η σχέση με το φαγητό και να συνδεθεί με συναισθήματα. Εμφανίζουν επίσης μια διαταραχή σε αυτό που ο Bruch περιέγραψε με τον όρο interoceptive awareness (ιδιοδεκτική επίγνωση), όρος που αναφέρεται στην ικανότητα να αναγνωρίζει κάποιος και να αρθρώνει διάφορες εσωτερικές του καταστάσεις. Για παράδειγμα οι ασθενείς αναφέρουν λίγο πόνο ή δυσφορία όταν κάνουν έμετο. Αργότερα στην θεραπεία μπορεί να περιγράφουν πόσο πονούσε ο λαιμός τους ή πώς δάκρυζαν τα μάτια τους.
Στο δεύτερο στάδιο της θεραπείας υπάρχει γενικά μια ύφεση της συμπτωματολογίας ενώ αναπτύσσεται μια σχέση εξάρτησης με τον θεραπευτή, η επεξεργασία της οποίας είναι πολύ σημαντική για την κατανόηση των συναισθημάτων, των συγκρούσεων και γενικότερα των σχέσεων με τους άλλους. Ο ασθενής χρησιμοποιεί τον θεραπευτή για να μπορέσει να δημιουργήσει νέους πιο λειτουργικούς τρόπους του σχετίζεσθαι από τους οποίους αντλεί και μεγαλύτερη ικανοποίηση. Σε αυτή την διαδρομή ο ασθενής θα νιώσει απογοητεύσεις, αισθήματα κενού και συχνά θα υπάρξουν εξάρσεις της συμπτωματολογίας στην προσπάθειά του να ανακτήσει τον έλεγχο απέναντι σε κάτι που δεν μπορεί να χειριστεί.
Στο τρίτο στάδιο της θεραπείας οι ασθενείς είναι γενικά ελεύθεροι συμπτωμάτων. Έχουν ανακτήσει μια πιο συνεκτική εικόνα του εαυτού τους και μια αποδοχή για το σώμα τους. Στόχος σε αυτό το στάδιο της θεραπείας είναι η επεξεργασία πιο δύσκολων συναισθηματικών καταστάσεων όπως της απόρριψης ή της απώλειας καθώς και η σύνδεση των τωρινών συγκρούσεων με αντίστοιχες καταστάσεις του παρελθόντος. Ο ασθενής έτσι αντέχει την απογοήτευση και την κατάθλιψή του χωρίς να χάνει την συνεκτικότητα του εαυτού του.
Τελειώνοντας θα ήθελα να αναφέρω τα λόγια μιας ασθενούς που εικονογραφούν ίσως με τον καλύτερο τρόπο όσα αναφέρθηκαν. Δηλαδή το αίσθημα κενού, την αμφιθυμία, την σχάση του εαυτού, τον ναρκισσισμό, τον φόβο της επαφής με τους άλλους, την ενοχή και την προσπάθεια ανάκτησης ελέγχου. Η Γ. είναι 27 χρονών, πάσχει από ψυχογενή ανορεξία και κάνει περιστασιακές κρίσεις υπερφαγίας και εμέτων. Είναι ένα χρόνο σε θεραπεία. Γράφει λοιπόν για το σύμπτωμα της βουλιμίας: "Το σύμπτωμά μου είναι ένα σαράκι, ένα σκουληκάκι που διεισδύει στο μυαλό μου σε ανύποπτο χρόνο- όποτε έχω κάποιο άγχος ή αγωνία είτε εμφανή είτε ασυναίσθητη. Επίσης όταν αισθάνομαι "εκτός τόπου", βαριέμαι, νιώθω αμέτοχη, "γλάστρα", ότι κάτι λείπει. Είπαμε ότι με πιάνει όποτε δεν με γεμίζει μια κατάσταση. Λογικά το να θέλω να γεμίσω την έλλειψη, το κενό με φαγητό τα καταλαβαίνω. Αλλά τότε γιατί ν' αδειάσω; Ίσως γιατί θέλω να γεμίσω με κάτι δικό μου, κάτι που επιλέγω εγώ και όχι οι άλλοι για μένα. Ή αυτή η αίσθηση εξωτερικής πίεσης δημιουργεί αίσθημα έλλειψης και κενού οπότε πάλι πρέπει να γεμίσει. Αυτά για το πριν. Το "κατά την διάρκεια" είναι μια φάση μηχανιστική, κάτι που δεν εγγράφεται ακριβώς στην μνήμη μου, είναι σαν να έχω πάρει ήδη τον δρόμο της αποτυχίας χωρίς επιστροφή αλλά παράλληλα είναι και η ώρα της εκτόνωσης, της απόλαυσης, του δεν σκέφτομαι και πολύ, μόνο απολαμβάνω τους απαγορευμένους καρπούς, ξεπερνάω τα όρια και δεν σκέφτομαι τις συνέπειες. Το μετά είναι όμως η πραγματική εκτόνωση, το άδειασμα, κυριολεκτικά και μεταφορικά, η κάθαρση. Είναι το στάδιο του εγωισμού και ο σκύλος χορτάτος και η πίτα γεμάτη, δεν έχω χάσει τίποτα. Πρέπει όμως να τα βγάλω όλα, να αδειάσω καλά ώστε να είμαι καθαρή, αγνή(;). Μετά καθαρίζω καλά και τον γύρω χώρο, πολλές φορές και το σπίτι ολόκληρο. Έχει εξελιχθεί σε μια τελετουργία με αρχή, μέση και τέλος. Το τέταρτο στάδιο έχει να κάνει με την μετάνοια, οι τύψεις και διαβεβαιώσεις ότι δεν θα το ξανακάνω. Η απορία του τι μου προσφέρει όλο αυτό. Και η σωματική αδυναμία και ο φόβος του θανάτου βέβαια. Τώρα πια έχω θυμώσει με τον εαυτό μου. Γιατί ενώ πιστεύω ότι μπορώ να σκοτώσω το σαράκι την ώρα που νιώθω αρχικά την παρουσία του, δεν το κάνω όχι γιατί δεν μπορώ αλλά γιατί δεν θέλω. Γιατί όλο αυτό το τελετουργικό, το θέατρο με τέσσερεις πράξεις είναι μια εύκολη λύση. Είναι μηχανικό και δεν περιλαμβάνει ανθρώπινη επαφή και εν τέλει φαίνεται ότι υποσυνείδητα αποτελεί χαλαρωτικό για μένα. Το αισθάνομαι επίσης σαν αποκούμπι, σαν ένα χέρι βοηθείας την ώρα που είναι το μυαλό μου μπερδεμένο και μου φταίνε όλα. Επίσης ίσως προέρχεται από την κακή μου διατροφή αν και μάλλον πρόκειται για συναισθηματική πείνα. Και ο έλεγχος; Θέλω να χάσω τον έλεγχο τρώγοντας και μετά να τον ανακτήσω αδειάζοντας. Να ξεπεράσω τα όρια και αμέσως μετά να επιστρέψω σε αυτά. Ξεκινάει όμως από μια αίσθηση ότι δεν έχω τον έλεγχο για τίποτα στην ζωή μου. Γιατί όμως μου είναι τόσο αναγκαίο; Μήπως αυτό είναι το να είμαι απόλυτη και τελειομανής; Και πως έγινα έτσι; Γιατί; Και αυτό αλλάζει; Ναι όλα αλλάζουν και πρέπει να αλλάξει γιατί αλλιώς θα πεθάνω από αδυναμία. Αχ το κορμάκι μου πόσο το ταλαιπωρώ!"

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Anastasopoulos D., et al: Psychoanalytic psychotherapy of the severely disturbed adolescent London 1999: Duckworth.
Bemporad J., Herzog, D.: Psychoanalysis and eating disorders. New York 1989: The Guilford Press.
Greenberg J.: The problem of analytic neutrality. Contemporary Psychoanalysis 1986, 22:76-86.
Johnson G.: Psychodynamic treatment of anorexia nervosa and bulimia. New York 1991: The Guilford Press.
Kernberg O.: Borderline conditions and pathological narcissism. New York 1975: Jason Aronson.
Kohut H.: The analysis of the self. New York 1971: Universities Press.
Liekierman M. On rejection: Adolescent girls and anorexia. Journal of Child Psychotherapy 1997, 23:61-80.
Ogden T.: Projective identification and psychotherapeutic technique. New York 1982: Jason Aronson.
Williams G., Williams P., Desmsarais J., Ravenscroft K.: Exploring eating disorders in adolescents. London 2004: Karnac Books.
Winnicot D.: Playing and reality. New York 1971: Basic Books.

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2009

''Prozac Nation'' - Η πρωταγωνίστρια


(επιμέλεια: Χουτοχρήστος Βαλάντης-ψυχολόγος)






1.Εισαγωγή:

Η ταινία, της οποίας την ηρωίδα θα αναλύσουμε, αφορά μια φάση ζωής μιας νεαρής κοπέλας η οποία εμφανίζει έντονη παθολογία που επηρεάζει το οικογενειακό πλαίσιο ζωής της, την ακαδημαϊκή της καριέρα, την ερωτική της ζωή, τις κοινωνικές της σχέσεις κ. α. Η ζωή της Elisabeth αρχίζει να παίρνει άσχημη τροπή κυρίως όταν φεύγει από το σπίτι για να σπουδάσει την μεγάλη της αγάπη, την γραφή .Το γράψιμο αποτελούσε για την Elisabeth το πεδίο εκτόνωσης της ψυχοπαθολογίας της και διατήρησης της ισορροπίας της, πεδίο που τελικά δε στάθηκε τόσο ικανό ώστε η Lisi να μην εμφανίσει έντονα συμπτώματα (αυτό)καταστρέφοντας σχεδόν όλους τους τομείς της ζωής της .Στο σημείο, λοιπόν, αυτό και έχοντας από πίσω έναν απόντα πατέρα, μια παθογενετική μητέρα, προβληματικές ερωτικές και φιλικές σχέσεις και μια –σταδιακά –κατακερματισμένη ταυτότητα, η Lisi αναζητά την λύση στη ψυχοθεραπεία και την φαρμακολογία .Οι ανάγκες, πλέον, για μια σωστή προσαρμογή σε ένα νέο πλαίσιο ζωής φαντάζουν επιτακτικές…


2.Περιγραφή της Elisabeth:

-Εξωτερική εμφάνιση:
Σε κάποια σημεία πολύ επιμελημένη εμφάνιση, (ίσως κομμάτι ναρκισσιστικής επένδυσης σχετικά με το υπόλοιπο πλαίσιο αναφοράς) όπως όταν βραβεύεται για κάποια εργασία ή όταν πρέπει να παρουσιάσει κάποια εργασία της, όταν διασκεδάζει με ερωτικούς συντρόφους κ. α. Σε άλλες περιπτώσεις, που συνδέονται με το καταθλιπτικό κομμάτι της συμπεριφοράς της, παρουσιάζει απόσυρση και η εμφάνισή της είναι πιο ατημέλητη, κάτι που εκφράζεται με αταξία και σε άλλα επίπεδα (άτακτο και βρώμικο δωμάτιο, υπερυπνία, αναβλητικότητα σχεδίων, αταξία στο τρόπο σκέψης και γραψίματος κ. α. ).

-Ψυχολογικά χαρακτηριστικά:
Η Lisi σε διάφορα σημεία παρουσιάζει αυτοκαταστροφική συμπεριφορά, αυτοτραυματίζοντας τον εαυτό της .Ο αυτοκτονικός ιδεασμός είναι έκδηλος ενώ με τις πράξεις της δε θα εξέπληττε μια πιο οργανωμένη απόπειρα αυτοκτονίας .Σε πολλές περιπτώσεις παρουσιάζει καταθλιπτική συμπεριφορά, κάνει κατάχρηση ουσιών επιβεβαιώνοντας τον αυτοκαταστροφικό της χαρακτήρα αλλά ίσως, και σε ένα άλλο επίπεδο, την ανάγκη της να την ακούσει η οικογένειά της (συστημική προσέγγιση) .Ακόμη, συχνά η συμπεριφορά της Lisi κυριεύεται από έντονες παρορμήσεις ενώ δε λείπουν τα στοιχεία επιδειξιομανίας (γυμνή μπροστά στη μάνα της) αλλά και τα ναρκισσιστικά σχήματα (‘οι άλλοι πρέπει να με καταλαβαίνουν και να σκέφτονται όπως εγώ’,η ενασχόληση με το γράψιμο, η σεξουαλική της συμπεριφορά κ.α.) .Κάνει πολλές και έντονες προβολικές ταυτίσεις και σχάσεις, κυριεύεται από ιδεοληψίες, παραληρητικές ιδέες και άγχος όταν γράφει, παρουσιάζει στοιχεία δραματικής συμπεριφοράς κάποιες φορές στον τρόπο που μιλάει, σε καυγάδες με την μητέρα της και σε δηλώσεις σεξουαλικού περιεχομένου και ενδιαφέροντος .Έχει πολλές φορές ψευδαισθήσεις και παραισθήσεις, ιδίως όταν κάνει χρήση ουσιών (ίσως σχετίζεται και με τη διπολική διαταραχή, θα συζητηθεί αργότερα) .Εκφράζει μηδενιστικές απόψεις (για παράδειγμα στο θέμα του sex σε μια περίπτωση), κάνει ονειροπόληση ενώ πολλές φορές οι σχέσεις της στηρίζονται σε διπλά μηνύματα, αφού έτσι έμαθε στο σπίτι της, και σε παθητικοεπιθετική συμπεριφορά .Σε περιπτώσεις όπου έχει κάνει κατάχρηση ή στιγμές που γράφει (σύνδεση με υπομανιακά επεισόδια) έχει αίσθηση αποπραγματοποίησης και αποπροσωποποίησης, παρανοϊκές ιδέες και αποσυνδετικά συμπτώματα .Επίσης, εκφράζει επιθετικότητα, αντίσταση στη θετική αλλαγή και στη θεραπεία, κοινωνική απομόνωση, ανασφάλεια, φόβους απόρριψης από οικογένεια, φίλους και ερωτικούς συντρόφους, αυτοκτονικές τάσεις, καθήλωση στο ‘παιδί-έφηβος’, υιοθέτηση του διλήμματος ‘θύτης ή θύμα’ που την παγιδεύει, έχει εξωτερικό κέντρο ελέγχου ενώ συναίσθημα-συμπεριφορά βασίζονται στη κυκλοθυμία .


3.Σχέσεις με μητέρα:

Στηρίζονται κυρίως στις προβολικές ταυτίσεις που κάνει η μια στην άλλη .Η μάνα κουβαλάει δικά της κομμάτια από την οικογένειά της και τη σχέση με τον άντρα της, τα προβάλλει πάνω στην κόρη της και ταυτίζεται με αυτή με αποτέλεσμα να ασκείται πίεση στη κόρη για επίτευξη στόχων που θα ανακούφιζαν τη μάνα .Η μάνα της την ‘καμαρώνει και την θέλει μια επιτυχημένη και κοινωνική δημοσιογράφο-συγγραφέα με φίλους πολλούς να την στηρίζουν’, όλα αυτά που η ίδια ίσως δεν είχε καταφέρει .Όλο αυτό, όμως, εμπεριέχει και διπλά μηνύματα με αποτέλεσμα η Lisi να εκδηλώνει άγχος, ανασφάλεια, επιθετικότητα, αναπαραγωγή των διπλών μηνυμάτων, αυτοκαταστροφική συμπεριφορά όταν αποτυχαίνει ή όταν νιώθει ότι την απορρίπτουν, αμφιθυμία προς την μάνα και άλλους, κάνοντας σχάσεις και διπολικούς διαχωρισμούς σε καλό και κακό κ.α. που περιγράφηκαν νωρίτερα .Η Lisi, από την άλλη, βλέπουμε σε ένα σημείο ότι εκφράζει πολύ έντονη επιθυμία για φροντίδα της μάνας της που είναι άρρωστη .Δηλαδή, η ‘άρρωστη’ κόρη φροντίζει την ‘άρρωστη’ μάνα που ισούται με τον παθολογικό εαυτό της ίδιας της Lisi, λόγω προβολικής ταύτισης .
Ακόμη, πολλές φορές φαίνεται να διατηρείται, και από μάνα και από κόρη, ένα ανταγωνιστικό πλαίσιο ανάμεσα στις δυο, που αφορά κυρίως την ‘γυναικεία-ερωτική’ τους υπόσταση: η Lisi προβάλλει στη μάνα της τον συντροφό της πολύ εξιδανικευμένο, φέρνοντάς τον έτσι, έμμεσα, σε αντίθεση με τον σύζυγο της μάνας και πατέρα της ηρωίδας .Από την άλλη, και η μάνα, σε κάποιο σημείο που η Lisi μιλά με τον πατέρα της, εκφράζει προς την κόρη της έμμεση επιθετικότητα λέγοντας ‘ότι μιλάει μαζί του με ύφος ερωτευμένης γυναίκας’ .
Είναι φανερό ότι η μάνα ζεί μέσα από την ζωή της κόρης και κυρίως μέσα από τον ρόλο της κόρης ως ‘παιδί’, κάτι που το δηλώνει και ξεκάθαρα (‘ήσουν παιδί, τόσο μικρή…’), κάτι που και η ίδια η Lisi το αντιλαμβάνεται (‘θες να είμαι τα πάντα για σένα και δεν μπορώ…’) .


4.Σχέσεις με πατέρα:

Βασίζονται κυρίως στην αμφιθυμία της Lisi και στη τάση που έχει για σχάσεις .Όταν η Lisi νιώθει ότι υπάρχουν σχετικά κοντά της φίλοι ή ερωτικοί σύντροφοι και η μάνα να την στηρίζει, κατηγορεί τον πατέρα της για την εγκατάλειψή της απ’ αυτόν .Όταν, από την άλλη, νιώθει εγκατάλειψη από την μάνα, ζητά την επαφή με τον πατέρα της και την ενασχόλησή του μαζί της (διπολική συμπεριφορά -‘καλό και κακό’, ‘καλός’ πατέρας και ‘κακή’ μάνα και τούμπαλιν) .
Η Lisi εκφράζει έντονη αμφιθυμία για τον πατέρα της ενώ δείχνει και έντονη εξάρτηση από την σχέση που έχει μαζί του, όποια και αν είναι αυτή .Κάτι περιμένει να λυθεί από αυτόν .Ίσως αν γύριζε πίσω να σταματούσε η παθολογική σχέση με την μητέρα της και η έκφραση του ανικανοποίητου της τελευταίας προς την ίδια, που νιώθει ότι χρωστάει στη μάνα της το μερίδιο ευτυχίας που ποτέ δεν της έδωσε ο άντρας της .Ίσως μπορούσε να γίνει ο ‘σωτήρας’ της αρρώστιας της, σαν τον ‘σωτήρα-εραστή’ που έψαχνε και η ίδια .Δεν αποκλείουμε εξάλλου το γεγονός η Lisi να ταυτίζει ασυνείδητα τον πατέρα της με τον εκάστοτε σύντροφό της και οι φόβοι απόρριψης που εκφράζει να προέρχονται από κάτι τέτοιο .Να σημειώσουμε, τέλος, ότι ο πατέρας της κοπέλας έπαιρνε ηρεμιστικά .


5.Κατάχρηση ουσιών:

Κάνει χρήση νικοτίνης, παραισθησιογόνων χαπιών, κοκαϊνης, αλκοόλ, κάνναβης και ηρεμιστικών .Σε κάποιες ουσίες η χρήση είναι πιο σταθερή, σε άλλες περιστασιακή. Προκαλούνται:ψευδαισθήσεις, παραισθήσεις, παρορμήσεις και χαοτική σεξουαλική συμπεριφορά, παρανοϊκές ιδέες και αποσυνδετικά συμπτώματα, αυτοκαταστροφική συμπεριφορά και δραματική συμπεριφορά .Η έκφραση κάποιων από τα συμπτώματα αυτά ίσως συνδέεται και με τις περιόδους υπομανίας της Lisi .



6.Η σχέση της Elisabeth με το γράψιμο:

Αδιαμφισβήτητα, το γράψιμο ‘βοηθά’ την Lisi να επενδύσει ναρκισσιστικά στον εαυτό της. Ακόμη το χρησιμοποιεί για να κάνει προβολικές ταυτίσεις στους ήρωες για τους οποίους γράφει.Όταν νιώθει ανίκανη να επικοινωνήσει με τους γύρω της νιώθει ανίκανη να επικοινωνήσει και με τον ίδιο της τον εαυτό, δε μπορεί να γράψει. Δεχόμενη πλήγματα από τους άλλους, πλήττει τον ίδιο της τον εαυτό αυτοκαταστρέφοντάς τον, ενώ ‘τιμωρείται’ και από τον ‘συγγραφέα εαυτό’ της, πηγή ναρκισσιστικής δύναμης…Ίσως βέβαια έτσι τιμωρεί και την μάνα της που πάντα ήθελε την κόρη της (βασικά τον εαυτό της-προβολική ταύτιση) επιτυχημένη .Στο κεφάλαιο ‘Η σχέση της Elisabeth με τη ψυχοθεραπεία’ γίνεται πάλι αναφορά στο γράψιμο της Lisi και στον ρόλο που έχει στη ψυχοπαθολογία της .


7.Ερωτικές σχέσεις:


Η Elisabeth ξεκίνησε με κάτι περιστασιακό που περιελάμβανε κυρίως το σεξουαλικό κομμάτι με την συνοδεία ουσιών .Έπειτα έκανε μια σχέση μέσα στην οποία γρήγορα ένιωσε ανασφάλεια, φόβο απόρριψης από το αγόρι της, άρχισε να έχει παρανοϊκές ιδέες του τύπου ότι το αγόρι της έχει ερωτικές επαφές με την κολλητή της ενώ άρχισε να αυτοθυματοποιείται (για παράδειγμα όταν ταυτίζεται με την άρρωστη αδερφή του αγοριού της, κατηγορώντας τον ότι την λυπάται και ότι απ’αυτό ο ίδιος παίρνει ηδονή-εδώ: προβολική ταύτιση Lisi με αδερφή του αγοριού της) .
Εδώ, μιλώντας γνωσιακά αναλυτικά, βλέπουμε πως η Lisi υιοθετόντας το δίλημμα-ρόλο ‘θύτης ή θύμα’, όταν νιώθει θύμα θεωρεί πως χάνει τον έλεγχο των συναισθημάτων της και φοβάται ότι θα έρθει η απόρριψη ενώ όταν νιώθει θύτης θεωρεί ότι θα βλάψει τους άλλους και ότι δε βιώνει έντονα την φροντίδα και την αγάπη που τόσο έχει ανάγκη .Αυτό το σχήμα εκφράζεται στη τελευταία σχέση της Lisi, αλλά το διαπιστώνουμε και αν συγκρίνουμε τις δύο ερωτικές σχέσεις που φαίνονται στη ταινία: στη πρώτη είναι ο ‘θύτης’ και στη δεύτερη το ‘θύμα’ (δες Psychotherapy File για περισσότερα) .
Και ψυχαναλυτικά, όμως, η Lisi μπορεί να εκφράζεται διπολικά και αμφιθυμικά προς τον ερωτικό σύντροφο γιατί μεταβιβαστικά τον ταυτίζει με τον πατέρα της που την απέρριψε. Επιπλέον, μπορεί να φοβάται ότι θα την απορρίψει οποιοσδήποτε άνδρας, όπως και ο πατέρας της που ως σύζυγος εγκατέλειψε την μητέρα της, με την οποία ταυτίζεται προβολικά .Άρα, έχουμε διπλό ζήτημα: απών πατέρας αλλά και απών σύζυγος, κάτι που κάνει πιο έντονους τους φόβους απόρριψης της Lisi από τους ερωτικούς της συντρόφους .


8.Φιλικές σχέσεις:

Η Lisi έχει μια πολύ καλή φίλη όσο σπουδάζει .Η Lisi μετά από κάποιο σημείο αρχίζει να έχει παθητικοεπιθετική ή άμεσα επιθετική συμπεριφορά προς την κολλητή της .Νιώθει πολλές φορές αμφιθυμικά απέναντί της ενώ την θεωρεί και υπεύθυνη για πολλές κακοτυχίες της (εξωτερικό κέντρο ελέγχου), όταν για παράδειγμα την κατηγορεί ότι ‘την πέφτει’ στο αγόρι της. Ιδιαίτερη αίσθηση προκαλεί η σκηνή με την προβολική ταύτιση της Lisi προς την κολλητή της: η Lisi με δραματικό και θεατρικό ύφος υποτιμά και εξευτιλίζει την κολλητή της, δημιουργώντας μια εικόνα που μάλλον ταιριάζει στον εαυτό της.
Η ταύτιση λύνεται όταν η κολλητή της, τής λέει πως δεν προσβλήθηκε απ’ αυτά που άκουσε αλλά λυπάται πολύ για την παθολογική κατάσταση της Lisi-φίλης της, η οποία πια ξεσπά σε κλάματα αδύναμη .
Θα λέγαμε ότι και στο επίπεδο των φιλικών σχέσεων, μπορεί να γίνει προσέγγιση CAT σχετικά με το δίλλημα-ρόλο ‘θύτης ή θύμα’ που υιοθετεί η Lisi και που εντείνει την (παθητικο) επιθετική της συμπεριφορά (δες Psychotherapy File για περισσότερα) .


9.Η σχέση της Elisabeth με την ψυχοθεραπεία:

Αρχικά η Lisi είναι πολύ αρνητική στη θεραπεία .Έψαχνε οργανικό πρόβλημα για να αιτιο(‘δικαιο’)λογήσει την κατάστασή της. Τελικά, άρχισε θεραπεία με τον λόγο ότι ‘δε μπορεί πλέον να γράψει’, καθόλου τυχαίο το χρονικό σημείο, αφού το γράψιμό της ήταν τελικά το σπουδαίο μέσο επικοινωνίας με τον εαυτό της και τους σημαντικούς άλλους ενώ συγχρόνως η έναρξη θεραπείας, αυτή καθ’ αυτή, αποτελεί σημαντικό (και θεραπευτικό) παράγοντα διαφοροποίησης μάνας-κόρης, αφού η μάνα ποτέ δεν δέχτηκε θεραπεία για την παθολογία που τελικά ‘δώρισε’ στη κόρη της .
Για την Lisi το γράψιμο ήταν αυτό που την έκανε σημαντική και την καθιστούσε καθρέφτη της μάνας της, κάτι που τελικά διατηρούσε την παθολογική κατάσταση στο σπίτι και προκάλεσε το εξής σχήμα στην Lisi: ’Αν δεν πετύχω οι άλλοι (και κυρίως η μάνα μου) δε θα με αγαπούν, αν πετύχω οι άλλοι (και κυρίως η μάνα μου) θα με αγαπούν’- Και αναρωτιόμαστε: αν πετύχαινε στο γράψιμο οι άλλοι θα την αγαπούσαν σίγουρα ή θα την αγαπούσαν με τον τρόπο που η ηρωϊδα θα ήθελε; αν δε πετύχαινε σ’ αυτό το κομμάτι θα ήταν δικαιολογημένη η απουσία σημαντικών ανθρώπων από κοντά της; πρόκειται για έναν πολυπαραγοντικό τρόπο σκέψης (ή ‘σχήμα’ κατά την καθαρά γνωσιακή προσέγγιση) : λειτουργεί ως ‘δίλημμα’(‘dilemma’) της Lisi που τελικά την ‘παγιδεύει’ (‘trap’) στις επιθυμίες των άλλων και κυρίως της οικογένειάς της, η οποία μέσα από διπλά μηνύματα οδηγεί την Lisi στο να προκαλεί στον εαυτό της‘αυτοσαμποτάζ’(‘snag’).

-Psychotherapy File :

Σύμφωνα με το μοντέλο της CAT, η Lisi φαίνεται να έχει τα εξής διλήμματα (ο βαθμός δεν είναι ίδιος):
-Σε σχέση με επιλογές του εαυτού:
α) Αν προσπαθώ να είμαι τέλεια, μελαγχολώ και θυμώνω, αν δεν προσπαθώ να είμαι τέλεια, νιώθω ένοχη, θυμωμένη και ανικανοποίητη .
β) Αν δεν πρέπει να κάνω κάτι, τότε θα το κάνω .Φαίνεται ότι η μόνη απόδειξη της ύπαρξής μου είναι η αντίσταση .Οι κανόνες που θέτουν οι άλλοι, ακόμα και οι δικοί μου, μου φαίνονται πολύ περιοριστικοί, έτσι τους καταστρατηγώ και κάνω πράγματα που με βλάπτουν .
γ) Αν γίνεται το δικό μου νιώθω ένοχη και παιδαριώδης .Αν δε γίνεται το δικό μου απογοητεύομαι, θυμώνω και μελαγχολώ .
δ) Ή κρατώ τα πάντα (συναισθήματα, σχέδια, σχέσεις ) σε απόλυτο έλεγχο ή φοβάμαι πως θα υπάρξει τεράστιο μπέρδεμα στα πάντα .

-Σε σχέση με τους άλλους:

α) Με τους άλλους ή νιώθω ασφάλεια δημιουργώντας ένα κλίμα απόλυτης ευδαιμονίας, ή είμαι σε διαρκή αντιπαράθεση .Αν είμαι σε αντιπαράθεση τότε είμαι τύραννος ή θύμα .
β) Ή καταφρονώ τους άλλους ανθρώπους, ή αισθάνομαι ότι αυτοί με καταφρονούν .
γ) Ή στηρίζομαι στο θαυμασμό των άλλων τους οποίους και εγώ θαυμάζω, ή νιώθω εκτεθειμένη .Αν είμαι εκτεθειμένη, τότε ή περιφρονώ τους άλλους, ή νιώθω ότι αυτοί με περιφρονούν .
δ) Όταν συνδέομαι με κάποιον από τον οποίο εξαρτώμαι, τότε πρέπει να υποταχθώ σ’ αυτόν, ή να υποταχθεί αυτός σε μένα .

-Παγίδες ( όχι όλες στον ίδιο βαθμό):
α) Καταθλιπτική σκέψη
β) Φόβος μήπως βλάψω τους άλλους (γι’ αυτό και η Lisi έχει χάσει την διεκδικητικότητά της, απεναντίας είναι πολύ επιθετική) .
γ) Χαμηλή αυτοεκτίμηση


-Snags: α) Επειδή φοβάμαι τις αντιδράσεις των άλλων (π. χ. ‘της οικογένειάς μου’) πρέπει να σαμποτάρω την επιτυχία 1) γιατί σαν να τη στερούνται οι άλλοι (‘ίσως η μάνα μου που τόσο την ήθελε’), 2)γιατί σαν οι άλλοι να μπορεί να με φθονήσουν(‘ίσως η μάνα μου’), ή 3)σαν να μην υπάρχουν αρκετά καλά πράγματα γύρω μου να διαλέξω .

-Δύσκολες και ασταθείς ψυχικές καταστάσεις:
α) Το πώς νιώθω για τον εαυτό μου και τους άλλους μπορεί να μην είναι σταθερό: Αλλάζω απότομα από τη μια ψυχική κατάσταση σε κάποια άλλη ολότελα διαφορετική .
β) Έντονα, ακραία και ανεξέλεγκτα συναισθήματα
γ) Συναισθηματικό κενό, αίσθηση αποπροσωποποίησης ή μπερδέματος
δ) Ενοχή ή θυμός για τον εαυτό μου, αυτοτραυματισμοί
ε) Έλλειψη εμπιστοσύνης στους άλλους, ‘θα με βλάψουν…’
ζ) Αδικαιολόγητος θυμός προς τους άλλους
( η) Η λύση σε συναισθήματα που με μπερδεύουν είναι να τα ξεγράψω και να αποκοπώ από αυτά )

Μετά από ένα σημείο της θεραπευτικής διαδικασίας, η θεραπεύτρια προτείνει την χορήγηση φαρμακοθεραπείας γιατί αλλιώς ‘η Lisi θα βγει εκτός ελέγχου’ .Η Lisi αντιδρά αλλά τελικά δέχεται .Μετά από ένα διάστημα εξομολογείται στη θεραπεύτριά της ότι νιώθει σαφώς καλύτερα από τότε που άρχισε τα φάρμακα αλλά ‘δεν είναι αυτή που ήτανε’…Προσπαθώντας, λοιπόν, να βρει ένα συνδετικό κρίκο με το παθολογικό παρελθόν της, στο γράψιμό της αναφέρεται στον ίδιο της τον εαυτό (‘suicide’-τελευταία σκηνή όπου πληκτρολογεί στο pc) σταματώντας ίσως έτσι τις προβολικές ταυτίσεις που έκανε στο παρελθόν, βρίσκοντας, όμως, έτσι καινούριες ισορροπίες, απαραίτητες για την ίδια …


10.Απόπειρα διάγνωσης:

Στο σημείο αυτό θα κάνουμε μια απόπειρα διάγνωσης αν και οι δυσκολίες είναι αρκετές, καθώς δεν έχουμε την δυνατότητα να πάρουμε περισσότερες κλινικές πληροφορίες για την ασθενή .Θα χρησιμοποιήσουμε την συμπτωματολογία που μας δίνει η ταινία και το DSM-IV που είναι κοινός οδηγός διάγνωσης για όσους ασχολούνται με την ψυχική υγεία .
Με βάση όσα ειπώθηκαν (συμπτωματολογία και Psychotherapy File κατά CAT) και όσα θα ακολουθήσουν καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η Lisi έχει οριακή διαταραχή της προσωπικότητας σε συννοσηρότητα με διπολική διαταραχή της διάθεσης (κυκλοθυμική) και κατάχρηση ουσιών .


-Οριακή διαταραχή της προσωπικότητας:

Καταρχάς, έχουμε ύπαρξη διαταραχής προσωπικότητας, καθώς η Lisi έχει παγιώσει συγκεκριμένα πρότυπα συμπεριφοράς (προβλέψιμα και σταθερά) στη καθημερινή της ζωή, στην οικογένεια, στα ερωτικά, στις κοινωνικές σχέσεις, στα ακαδημαϊκά θέματα... Σε αυτούς τους τομείς υπάρχει δυσλειτουργία και έκπτωση, έξω από το εύρος των περισσότερων ανθρώπων, ενώ το υποκειμενικό αίσθημα δυσφορίας είναι υπαρκτό .
Η Lisi έχει προβλήματα αποχωρισμού και ατομικότητας, προβληματικές διαπροσωπικές σχέσεις, προβλήματα ελέγχου συναισθημάτων (παρορμητικότητα) και αστάθεια σχετικά με την εικόνα εαυτού .
Συγκεκριμένα, προσπαθεί πολλές φορές να αποφύγει φαντασιωτικά την πραγματικότητα (γράψιμο, ουσίες, παραληρητικές ιδέες στο σεξ…), λειτουργεί διπολικά στις διαπροσωπικές σχέσεις της, οικογενειακές, ερωτικές και φιλικές, είτε εξιδανικεύοντας είτε απαξιώνοντας, έχει ασταθή εικόνα για τον εαυτό της, έχει αυτοκαταστροφική συμπεριφορά στο θέμα του σεξ και της κατάχρησης ουσιών, έχει αυτοκτονικούς ιδεασμούς και υποτροπιάζουσα αυτοκτονική συμπεριφορά, συναισθηματική αστάθεια, έντονο θυμό ή δυσκολία στον έλεγχό του (καυγάδες με μητέρα, εραστή και κολλητή ) και τέλος παρανοϊκές ιδέες, για παράδειγμα νομίζει ότι ο εραστής της την απατά με την κολλητή της χωρίς να έχει στοιχεία για κάτι τέτοιο .Τηρεί, λοιπόν, όλα σχεδόν τα διαγνωστικά κριτήρια του DSM-IV που αφορούν την οριακή διαταραχή της προσωπικότητας .
Επιπλέον, η Lisi εκδηλώνει συχνά οργή προς πρόσωπα για τα οποία έχει αμφιθυμικά ή θετικά συναισθήματα (μάνα, πατέρας, κολλητή, εραστής) και δεν τα αναγνωρίζει .Υπάρχουν, κατά την Lisi, αυτοί που την ‘αγαπούν’ και αυτοί που την ‘μισούν’ ή τα ίδια πρόσωπα πότε την ‘αγαπούν’ και πότε την ‘μισούν’ (σχάση) .Έτσι νιώθει βασικά (και) αυτή για αυτούς και μέσω προβολικής ταύτισης προσπαθεί να βρει ισορροπίες που, όμως, έχουν αρχίσει να κλονίζονται .Από τη μια, εκφράζει στους γύρω της, και κυρίως στη μάνα της, επιθετικότητα και απαξίωση και από την άλλη, επιθυμία προσέγγισης και εξιδανίκευση .Οι εναλλαγές είναι γρήγορες .Το Εγώ είναι δυσλειτουργικό, υπάρχει απέχθεια και αστάθεια για την εικόνα του εαυτού και έντονοι φόβοι απόρριψης απ ‘τους γύρω της, και όλα αυτά γιατί η Lisi δεν έχει περάσει επιτυχώς την φάση του αποχωρισμού (από την οικογένεια-κυρίως τη μητέρα της) – εξατομίκευσης (θεωρία Mahler) .Κάθε προσπάθεια της Lisi να ‘απογαλακτιστεί’ και να απαλλαχτεί από τον ρόλο του ‘παιδιού’ ή του ‘έφηβου’ και να περάσει σε αυτόν του ‘ενήλικα’, θα δημιουργούσε αισθήματα ενοχής προς την μητέρα της, αφού δε θα της άφηνε έτσι ελεύθερο το πεδίο για τις δικές της προβολικές ταυτίσεις . Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι το προφίλ της Lisi παραπέμπει σε μια οριακή προσωπικότητα .



Διαφορική διάγνωση:

· Ψύχωση: Η αίσθηση απώλειας της πραγματικότητας θα ήταν διαρκής και πιο έντονη .
· Διαταραχή της διάθεσης: Υπάρχει συννοσηρότητα με διπολική διαταραχή της διάθεσης .
· Μεταβολή προσωπικότητας λόγω σωματικής νόσου: Δεν υπάρχει σωματική νόσος .
· Σχιζότυπη διαταραχή προσωπικότητας: Οι συναισθηματικές εκδηλώσεις θα ήταν λιγότερο έντονες .
· Αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας: Θα είχε πιο βαριά έκπτωση στην ηθική συνείδηση και στην δυνατότητα δημιουργίας σχέσεων .
· Ιστριονική διαταραχή προσωπικότητας: Δε θα υπήρχε τόσο έντονος ο αυτοκτονικός ϊδεασμός και η αυτοκαταστροφική συμπεριφορά, ενώ οι σχέσεις της Lisi θα ήταν πιο σταθερές .
· Ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας: Θα είχε σταθερότερη ταυτότητα .Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν έντονα ναρκισσιστικά σχήματα που μπορεί, όμως, να συνδέονται περισσότερο με τις περιόδους υπομανίας ή απλά να έχουν ενσωματωθεί στο ψυχολογικό προφίλ της Lisi μαζί με την υπόλοιπη συμπτωματολογία .
· Εξαρτητική διαταραχή προσωπικότητας: Θα είχε πιο σταθερούς προσωπικούς δεσμούς .
· Παρανοειδής διαταραχή προσωπικότητας: Η καχυποψία θα ήταν πιο ακραία και πιο σταθερή. Στην Lisi εμφανίζεται μόνο στη σχέση της με τον εραστή της .

-Διπολική διαταραχή του συναισθήματος (κυκλοθυμική):

Καταρχάς, υπάρχει διαταραχή της διάθεσης γιατί υπάρχει ‘περίεργη’ και αρνητική συναισθηματική εμπλοκή της Lisi στην εικόνα του εαυτού, των άλλων και του γενικότερου περιβάλλοντος .Υπάρχει έκπτωση στους τομείς ζωής που επηρεάζει και η οριακή διαταραχή της .Η διαταραχή της διάθεσής της πυροδοτήθηκε, κυρίως, μόλις η Lisi παρουσίασε ανικανότητα στο γράψιμό της. Παράλληλα, υπάρχουν και φυσιολογικά συμπτώματα- κυρίως διαταραχές ύπνου, libido και ενεργητικότητας .
Η διαταραχή του συναισθήματος φαίνεται να είναι η κυκλοθυμική, είδος διπολικής διαταραχής. Υπάρχουν συχνές και έντονες εναλλαγές ανάμεσα σε περιόδους κατάθλιψης μέτριας βαρύτητας και περιόδους υπομανίας, ίσως και μέτριας μανίας .Συνήθως, προσβάλλει στην πρώϊμη ενήλικη ζωή που ανήκει η Lisi και συνυπάρχει με κατάχρηση ουσιών, γεγονός που ισχύει .Από τη μία, λοιπόν, η Lisi σε καταθλιπτικές φάσεις εκφράζει μελαγχολία, άγχος και αναζήτηση βοήθειας (από πατέρα, μάνα, εραστή ή κολλητή) και από την άλλη στις υπομανιακές της φάσεις, εκφράζει υπερβολική και αδικαιολόγητη ευθυμία και εχθρότητα (κυρίως προς μητέρα και κολλητή-γυναικείες φιγούρες) . Από τη μια, εκφράζει έντονες κρίσεις κλάματος ή και από την άλλη στιγμιαία δάκρυα, αδικαιολόγητα ίσως, με υπομανιακό περιεχόμενο .Από την μια, εκφράζει πολύ χαμηλή αυτοπεποίθηση και αυτοεπιθετικότητα και από την άλλη, αίσθηση μεγαλείου και καυχησιολογίας .
Το τελευταίο το παρατηρήσαμε κυρίως στην ενασχόλησή της με το γράψιμο, όπου η υπομανιακή της συμπεριφορά είναι πολύ φανερή και άσχετη ίσως στις περιπτώσεις αυτές με την κατάχρηση ουσιών, κάτι που μας κάνει να έχουμε διάγνωση διπολικής διαταραχής και όχι μονοπολικής .Από τη μια, εκφράζεται απώλεια ενδιαφέροντος για τις συνήθεις δραστηριότητες-πόσο μέλλον για νέες-, απώλεια συναισθηματικών δεσμών, κοινωνική απομόνωση και από την άλλη, αυξημένο ενδιαφέρον για νέες δραστηριότητες, νέους ανθρώπους και ενασχολήσεις (η Lisi σε party με ουσίες που καταλήγουν σε σεξουαλικές επαφές), σεξουαλικές αδιακρισίες κ. α. Από τη μια, αίσθηση απελπισίας και αύξηση εξαρτητικότητας (ουσίες και εραστής της) και από την άλλη υπέρμετρη αίσθηση ανεξαρτησίας (ο τρόπος που απομακρύνθηκε από τον πρώτο της εραστή) .Από τη μια, ψυχοκινητική επιβράδυνση και αίσθηση κούρασης (ας προστεθούν εδώ οι υπερυπνίες της Lisi) και από την άλλη, ψυχοκινητική επιτάγχυνση και αίσθηση ευεξίας (ας προστεθούν εδώ οι αϋπνίες και η ένταση με την οποία κάποιες φορές έγραφε) .Από τη μια, μηδενιστικές απόψεις για το σεξ, ίσως λόγω χαμηλής libido, και από την άλλη υπέρμετρο σεξουαλικό ενδιαφέρον και μανιακές παραληρητικές ιδέες εξουσίας κατά τη διάρκεια σεξουαλικών επαφών της Lisi με τον σύντροφό της.Τηρούνται, λοιπόν, τα περισσότερα κριτήρια κατά DSM-IV .
Εδώ θα κάνουμε μια προσπάθεια να συνδέσουμε την γνωσιακή προσέγγιση με την ψυχοδυναμική. Μιλώντας για την κατάθλιψη, ο γνωσιακός Aaron Beck αναφέρεται στη γνωσιακή τριάδα: 1) αρνητική εικόνα εαυτού ( σχήμα Lisi: ‘τα πράγματα πάνε άσχημα επειδή εγώ φταίω, είμαι άχρηστη’ ), 2) αρνητική εικόνα σχέσεων με άλλους ( σχήμα Lisi: ‘δεν θα τα πάω καλά ποτέ με τους άλλους ή γιατί δεν το αξίζω ή γιατί δεν με καταλαβαίνουν’ ) και 3) αρνητική εικόνα για το μέλλον – απελπισία ( σχήμα Lisi: ‘δε θα πάει τίποτα καλά από δω και πέρα’ ) . Πρόκειται για την θεωρία της μαθημένης αβοηθησίας που αποδίδει την κατάθλιψη στην αδυναμία και απροθυμία του ατόμου να ελέγχει τα γεγονότα .
Σχετικά τώρα με τις υπομανιακές περιόδους της Lisi, έρχεται η ψυχανάλυση για να μας πει πως η μανία και η ευφορία λειτουργούν ως άμυνες απέναντι στην κατάθλιψη .Το άκαμπτο Υπερεγώ της Lisi, για το οποίο ευθύνεται κυρίως η οικογένειά της, τιμωρεί την Lisi με αισθήματα ενοχής για της ασυνείδητες επιθετικές και σεξουαλικές της ενορμήσεις, βρίσκοντας λύση σε (υπο)μανιακές εκδηλώσεις συμπεριφοράς .

Διαφορική διάγνωση:

· Διαταραχή της διάθεσης λόγω σωματικής νόσου: Δεν υπάρχει σωματική νόσος .
· Διαταραχή της διάθεσης λόγω ουσιών: Υπάρχει συννοσηρότητα (θα συζητηθεί αργότερα) .
· Σχιζοφρένεια: Οι παραληρητικές ιδέες και οι ψευδαισθήσεις είναι συμβατές με την διπολική διαταραχή και η συχνότητα και η έντασή τους δικαιολογούνται από αυτή αλλά και από την κατάχρηση ουσιών .Ακόμη, η Lisi δεν έχει έντονη παρεμβολή σκέψης ή αίσθηση εκπομπής σκέψης, ούτε έντονη αίσθηση απώλειας της πραγματικότητας, όπως στη σχιζοφρένεια .
· Πένθος: Η Lisi θα είχε λιγότερα και λιγότερο έντονα συμπτώματα, ενώ δε θα υπήρχε έντονος αυτοκτονικός ϊδεασμός και αυτοκαταστροφική συμπεριφορά-αυτοτραυματισμοί .
· Διαταραχές προσωπικότητας: Υπάρχει συννοσηρότητα με οριακή διαταραχή της προσωπικότητας .
· Σχιζοσυναισθηματική διαταραχή: Θα υπήρχαν πολλά και έντονα συμπτώματα σχιζοφρένειας.
· Διαταραχή προσαρμογής με καταθλιπτική διάθεση: Θα υπήρχε ύφεση, τα συμπτώματα θα ήταν λιγότερα και λιγότερο έντονα ενώ η δυσλειτουργία δε θα επηρέαζε τόσο και τόσους τομείς ζωής της Lisi .
· Διαταραχές του ύπνου: Υπάρχουν πολλά άλλα συμπτώματα ώστε να μη μπορούμε να μιλάμε για διαταραχές ύπνου διαγνωστικά, λειτουργούν ως συμπτώματα της διπολικής διαταραχής της διάθεσης .
· Διαταραχές άγχους: Σίγουρα η Lisi εκδηλώνει άγχος, αλλά δικαιολογείται από την διπολική της διαταραχή .Η εναλλαγή καταθλιπτικών και υπομανιακών σταδίων προκαλεί έντονο άγχος, το οποίο, όμως, συνοδεύει την ψυχοπαθολογία της, δεν την ορίζει .

-Κατάχρηση ουσιών:

Όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο, η Lisi έχει ζήτημα με την κατάχρηση ουσιών .
Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι δεν θα χρειαζόταν να γίνει διάγνωση ξεχωριστή, και να θεωρηθεί απλά σύμπτωμα της υπόλοιπης ψυχοπαθολογίας της Lisi .Έτσι όμως, δε θα το παίρναμε ως ξεχωριστό κομμάτι της Lisi και δε θα μπορούσαμε να ελέγξουμε πώς σχετίζεται με την μανιοκαταθλιπτική και την οριακή της διαταραχή .Την εντείνει ή απλά την συνοδεύει; Οι παραληρητικές ιδέες της Lisi σχετίζονται κυρίως με τη κατάχρηση ή όχι; Η αντιμετώπιση, λοιπόν, της κατάχρησης ουσιών ως διαγνωστικό κομμάτι της Lisi βοηθά στο να κάνουμε καλύτερη θεραπευτική δουλειά και να αποφύγουμε παγίδες που υποσκιάζουν .Έτσι και αλλιώς, η ύπαρξη διάγνωσης κατάχρησης ουσιών δεν έρχεται σε αντίθεση με διάγνωση οριακής προσωπικότητας ή διπολικής διαταραχής και αδιαμφισβήτητα η κατάχρηση της Lisi παίζει σπουδαίο ρόλο στις παραληρητικές της ιδέες, σε ψευδαισθησιακά και παραισθησιακά στοιχεία, στις παρορμήσεις της, σε αποσυνδετικά συμπτώματα, στη κυκλοθυμία της διάθεσής της κ. α. , αφού από μόνη της μπορεί να προκαλέσει τέτοιου είδους συμπτωματολογία .



Βιβλιογραφία



Ζερβής, Χ. (2001). Ψυχοπαθολογία του ενήλικα, έκδοση β΄. Αθήνα: Ηλεκτρονικές Τέχνες .
Kaplan & Sadock’s, B.& V. (2001). Pocket Handbook of Clinical Psychiatry, third edition (based
on DSM-IV-TR). Philadelphia: Lippincott Williams & Wilkins .
Ryle, A. (1993). Cognitive-Analytic Therapy: Active Participation in Change. England: John Wiley
& Sons Ltd .
Ryle, A. & Kerr, I. B. (2002). Introducing Cognitive Analytic Therapy: Principles and Practice.
England: John Wiley & Sons Ltd .