''σκαλωσιά''...προς τη γνώση Εαυτού

...περί ψυχοθεραπείας και αυτογνωσίας- Βαλάντης Χουτοχρήστος -Ψυχολόγος,Ψυχοθεραπευτής & Συνυπεύθυνος Ομάδας ''ΠΡΟΒΑΛΛοντας...''


Καλωσήρθατε στο προσωπικό μου blog!

Ο όρος ''σκαλωσιά'' είναι εμπνευσμένος απο τον ψυχολόγο Lev Vygotsky, ο οποίος μελέτησε αρκετά την έννοια της γνώσης και τις διαδικασίες μάθησης, εστιάζοντας ιδιαίτερα στη σχέση εκπαιδευτικού και μαθητή.Χρησιμοποίησε δε τον όρο ''scaffolding'', που μεταφράζεται με τον όρο ''πλαίσιο στήριξης'' ή ''σκαλωσιά'', για να περιγράψει την διαδικασία μάθησης μέσα από την σχέση δασκάλου και μαθητή. Στόχος- κατα τον Vygotsky- του εκπαιδευτικού είναι να βοηθήσει με ''σκαλωσιές'' τον μαθητή του να εσωτερικεύσει τη γνώση και, έπειτα, να προχωρήσει ο ίδιος πια μόνος και έμπειρος στο δρόμο της μάθησης
,της κάθε νέας μάθησης...

Κάπως έτσι ορίζεται και για μένα ο δρόμος της ψυχοθεραπείας, αλλά και η σχέση του θεραπευτή με τον αναλυόμενό του...

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009


To σύνδρομο του Πίτερ Παν! (πηγή: http://www.health.in.gr/)


Και ποιος δεν έχει απολαύσει τον Πήτερ Παν, τον ήρωα του παραμυθιού του Τζ. Μ. Μπάρι, στις περιπέτειές του στην οθόνη ή στις σελίδες του βιβλίου; Ο Πήτερ Παν αποτελεί σύμβολο της αιώνιας νιότης, ανεμελιάς και χαράς. Σε μια "ψυχολογική ανάγνωση" της προσωπικότητάς του, ο Πήτερ Παν είναι το άτομο του οποίου ο εαυτός δεν έχει βρει ένα σημείο ισορροπίας και είναι παγιδευμένος ανάμεσα στον άνδρα που δεν θέλει να γίνει και στο παιδί που δεν μπορεί να εξακολουθήσει να είναι λόγω ηλικίας, με όλες τις συμπεριφορικές και συναισθηματικές συνέπειες που μπορεί να έχει κάτι τέτοιο.
Όμως, αυτό το ψυχολογικό προφίλ δεν είναι προνόμιο του Πήτερ Παν μόνο, αλλά και πολλών νέων ανδρών που διστάζουν μπροστά στη μετάβαση από την εφηβεία/πρώτη νεότητα προς την ψυχολογική ενηλικίωση και την ωριμότητα. Το άγχος ή ίσως και τρόμος του νέου άντρα μπροστά σε αυτή την προοπτική δημιουργεί τη λεγόμενη "κρίση ταυτότητας" και την αναζήτηση του εαυτού, μέσα σε έναν κυκεώνα απαιτήσεων και υποχρεώσεων.

Χρονολογική εμφάνιση ενδείξεων και συμπτωμάτων του συνδρόμου του Πήτερ Παν (ΣΠΠ)


Ηλικία 12-17: ανευθυνότητα, άγχος, μοναξιά, σύγκρουση με τον σεξουαλικό ρόλο
Ηλικία 18-22: ναρκισσισμός, άρνηση, σωβινιστική συμπεριφορά
Ηλικία 23-25: περίοδος οξείας κρίσης κατά την οποία ο άντρας ζητάει βοήθεια από το περιβάλλον του
Ηλικία 26-30: πέρασμα στο χρόνιο στάδιο, ανάληψη του ρόλου του "ώριμου" ενήλικα
Ηλικία 31-45: γάμος, παιδιά, σταθερή δουλειά αλλά και αίσθηση απελπισίας και εγκλωβισμού που κάνει τη ζωή του άτονη και πληκτική
Μετά τα 45: κατάθλιψη και εκνευρισμός, "επανάσταση κι εξέγερση", απεγνωσμένα διαβήματα σε μια προσπάθεια να ξαναβρει τα νιάτα του

Κοινωνικό-οικονομικό προφίλ

Τα άτομα αυτά ανήκουν στη μέση ή την ανώτερη τάξη και συνήθως η οικονομική τους κατάσταση είναι πολύ ή και πάρα πολύ καλή. Στις νεότερες ηλικίες το άτομο αυτό έχει μεγάλη οικονομική στήριξη από την οικογένειά του για μια πολύ άνετη ζωή. Σε μεγαλύτερη ηλικία, κι ενώ έχει οικονομική ανεξαρτησία, επιφάνεια και σιγουριά, το άτομο αυτό αισθάνεται οικονομικά ανασφαλές και διέπεται από μια γενικότερη μιζέρια και τσιγκουνιά προς τους άλλους, εκτός κι αν πρόκειται αποκλειστικά για τη δική του καλοπέραση.
Συνήθως το άτομο με το σύνδρομο του Πήτερ Παν είναι το μεγαλύτερο αρσενικό παιδί μιας παραδοσιακής οικογένειας, με γονείς που ζουν κάτω από την ίδια στέγη και έχουν μια οικονομική επιφάνεια. Συνήθως ο πατέρας είναι υψηλόμισθος υπάλληλος ή επιχειρηματίας, ενώ η μητέρα έχει ως βασικό καθήκον τη φροντίδα των παιδιών και του σπιτιού.
Κάποιες φορές όμως βλέπουμε ότι ισχύουν οι ακριβώς αντίστροφοι γονεϊκοί ρόλοι. Τα ενδιαφέροντα του ατόμου με το ΣΠΠ εστιάζονται στις κοινωνικές συναναστροφές, τα πάρτυ και τις εξόδους, καθώς και σε σπορ που το αναδεικνύουν και το φέρνουν στο κέντρο της προσοχής.

Το ψυχολογικό πορτραίτο του άνδρα με σύνδρομο του Πήτερ Παν

Στον συναισθηματικό τομέα, το άτομο αυτό έχει ένα συναισθηματικό μπλοκάρισμα και δε εκφράζει τα συναισθήματά του με τον τρόπο που τα βιώνει. Συνήθως βιώνει ακραία συναισθήματα, με μια βασανιστική υπερβολή: ο θυμός εκδηλώνεται σαν μένος ή σαν λύσσα, η χαρά παίρνει τη διάσταση της υστερίας, η απογοήτευση μετατρέπεται σε αυτολύπηση, ενώ η λύπη μπορεί να μεταμορφωθεί σε εξαναγκασμένο και επίπλαστο κέφι, παιδιάστικη φαιδρότητα ή νευρικό γέλιο και παροξυσμός.
Ο εγωκεντρισμός αυτών των ανθρώπων είναι ιδιαίτερα έντονος και συχνά αγγίζει την ωμότητα. Ενώ πολλές φορές το άτομο με ΣΠΠ δηλώνει την αγάπη του ή το νοιάξιμό του για κάποιον άλλον, στην πορεία των πραγμάτων "ξεχνάει" τις δηλώσεις του και δεν τις εξωτερικεύει με τρόπο που αυτό που λέει να φαίνεται και να γίνεται και αντιληπτό από τον αποδέκτη του προφορικού του μηνύματος.
Συχνά αυτό το άτομο δείχνει σαν να μη θέλει να μοιραστεί τα συναισθήματά του με τους οικείους του, πράγμα το οποίο οφείλεται όχι τόσο σε άρνηση αυτή καθ' αυτή, αλλά στο γεγονός ότι έχουν χάσει την επαφή με τα συναισθήματά τους και δεν μπορούν να τα εκφράσουν επειδή, απλούστατα, δεν ξέρουν ούτε οι ίδιοι τι αισθάνονται.
Η αναβλητικότητα είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό των ατόμων με ΣΠΠ, η οποία εκδηλώνεται τόσο σε πρακτικά όσο και σε ψυχολογικά ζητήματα. Η στάση του αυτή πηγάζει κυρίως από μια αμυντική θέση που το άτομο έχει απέναντι στην κριτική και έτσι, το "δεν ξέρω και δεν με νοιάζει" έχει αναδειχτεί ως τρόπος ζωής και αντιμετώπισης των πραγμάτων. Πηγαίνοντας από αναβολή σε αναβολή σε όλα τα θέματα, το άτομο αυτό συγχέει τους στόχους και τους σκοπούς του στη ζωή και αισθάνεται μια μόνιμη ένταση σχετικά με τον προορισμό του και την όλη του πορεία.
Η κοινωνική ανικανότητα βρίσκεται κάτω ακριβώς από την φανταχτερή επιφάνεια της κοινωνικότητας που εκπέμπουν κι επιδεικνύουν με κάθε τρόπο. Έχουν δυσκολία να κάνουν και να διατηρήσουν αληθινούς φίλους και τους αρέσει να πειραματίζονται μπαίνοντας από παρέα σε παρέα, χωρίς όμως να μπορούν να στεριώσουν πουθενά.
Η τάση τους για παρορμητικές επιλογές είναι εμφανής και στον κοινωνικό τομέα. Έτσι, η αναζήτηση φίλων και γνωστών και η εκδήλωση φιλικής συμπεριφοράς και κοινωνικότητας γίνεται σημαντικότερη από την ουσιαστική και έμπρακτη εκδήλωση του ενδιαφέροντός του για τα πραγματικά αγαπημένα και οικεία τους πρόσωπα.
Το άτομο αυτό έχει τόση δυσκολία να νιώσει καλά με τον ίδιο του τον εαυτό, που ψάχνει διαρκώς αυτή την αίσθηση στους άλλους. Δημιουργεί λοιπόν μια ψευτοπερηφάνεια που συχνά τον φέρνει στα όριά του και δοκιμάζει και τις αντοχές των γύρω του.
Σε αυτά τα άτομα υπάρχει μια εξάρτηση από την μητέρα, μέσα από μια διπολική σχέση αγάπης και μίσους προς αυτή, που βιώνεται με θυμό κι ενοχή. Ενώ το άτομο με ΣΠΠ θέλει να απελευθερωθεί από την επιρροή της μητέρας του, νιώθει ενοχές κάθε φορά που το προσπαθεί. Είναι φανερή η υπερένταση που υπάρχει στον αέρα όταν βρίσκεται με τη μητέρα του, με στιγμές σαρκασμού και γλυκύτητας.
Υπάρχει επίσης και μια ταυτόχρονη εξάρτηση από τον πατέρα, από τον οποίο το άτομο με ΣΠΠ νιώθει απομονωμένο. Αισθάνεται την ανάγκη ψυχικής εγγύτητας με τον πατέρα του, αλλά πιστεύει ότι δε θα κερδίσει ποτέ την έγκριση και την αγάπη του.
Η σεξουαλική εξάρτηση του ατόμου με ΣΠΠ είναι ιδιαίτερα έντονη κι έχει τις ρίζες της στην κοινωνική του αδυναμία καθώς και στο μοτίβο εξάρτησης από τους γονείς του. Το άτομο με ΣΠΠ κατατρέχεται από το φόβο της απόρριψης και ψάχνει απεγνωσμένα για φιλενάδα, την οποία συνήθως βρίσκει μετά την ηλικία των 20 ετών.
Στη συνέχεια, το σεξ του γίνεται έμμονη ιδέα και τρόπος καταξίωσής του, με αποτέλεσμα οι συζητήσεις και οι αναζητήσεις του να περιστρέφονται γύρω από αυτό σε σημείο που να του γίνεται τρόπος ζωής κι επικοινωνίας με τους άλλους.
Δεν του αρέσουν οι δυναμικές κι ανεξάρτητες γυναίκες και προτιμά αυτές για τις οποίες θα έχει την αίσθηση ότι τις προστατεύει, ότι έχει μια υπεροχή απέναντί τους και ότι αυτές εξαρτώνται από αυτόν και άρα δεν πρόκειται να τον απορρίψουν.


Δρ. Λίζα Βάρβογλη, Ph.D. Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια

Ψυχαναλυτική προσέγγιση των διαταραχών πρόσληψης τροφής (πηγή: http://www.encefalos.gr/- Encefalos Journal)


ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Κ.Ψυχίατρος, Ειδικό Ιατρείο διαταραχών πρόσληψης τροφής Πανεπιστημιακής Ψυχιατρικής Κλινικής Αιγινητείου Νοσοκομείου, Μέλος Ελληνικής Εταιρίας Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας

Περίληψη


Οι ασθενείς που πάσχουν από διαταραχές πρόσληψης τροφής αποτελούν μια ιδιαίτερα δύσκολη ομάδα ασθενών ως προς την προσέγγιση και την θεραπευτική τους αντιμετώπιση. Στην αιτιολογία εμπλέκονται ψυχολογικοί και κοινωνικοπολιτισμικοί παράγοντες ενώ πιθανολογείται και βιολογική προδιάθεση.
Στην συγκεκριμένη εργασία θα προσεγγιστούν αυτές οι διαταραχές μέσα από μια ψυχοδυναμική σκοπιά ως μια παθολογία του εαυτού που οφείλεται στην χρόνια και τραυματική διατάραξη της σύνδεσης μέσω empathy του παιδιού με το γονεϊκό περιβάλλον. Αυτή η συνεχιζόμενη βίαιη αποκοπή της σύνδεσης στις πρώιμες σχέσεις επηρεάζει καθοριστικά την ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη και κυρίαρχα την εικόνα του σώματος. Κατά την εφηβεία γίνεται προσπάθεια να αναπληρωθούν αυτά τα δομικά ελλείμματα αναπαριστώντας συμβολικά μέσω των συμπτωμάτων της βουλιμίας και της ανορεξίας τόσο τον κίνδυνο που διατρέχει ο εαυτός όσο και την προσπάθεια επανόρθωσης.
Λόγω της πολυπλοκότητας της διαταραχής αλλά και της τάσης αυτών των ασθενών να καταφεύγουν σε σωματικές αναπαραστάσεις εμποδίζοντας έτσι την συναισθηματική ανταλλαγή στο θεραπευτικό πλαίσιο, συνιστώνται τροποποιημένες ψυχοδυναμικού τύπου παρεμβάσεις που στοχεύουν στην επίλυση των παθολογικών σχέσεων με τους άλλους και στην ενίσχυση της συνοχής του εαυτού.

Λέξεις κλειδιά: Ψυχογενής ανορεξία, βουλιμία, ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία, ψυχολογία του εαυτού.

Οι διαταραχές πρόσληψης τροφής, λόγω της αυξανόμενης συχνότητας αλλά και του ιδιαίτερου κλινικού ενδιαφέροντος που παρουσιάζουν τα τελευταία χρόνια, έχουν απασχολήσει ιδιαίτερα τόσο τις ερευνητικές ομάδες στην Ψυχιατρική όσο και την κοινή γνώμη και τον Τύπο.
Η Ψυχανάλυση, αν και δεν είναι κάτι τόσο γνωστό, από τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής της έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μόλις το 1889 ο Φρόυντ έγραφε στον Φλις "η γνωστή νευρογενής ανορεξία των κοριτσιών φαίνεται να είναι μια μελαγχολία που συμβαίνει όταν δεν αναπτύσσεται η σεξουαλικότητα. Η απώλεια της όρεξης είναι σε σεξουαλικούς όρους η απώλεια της λίμπιντο". Τα επόμενα χρόνια και καθώς εξελισσόταν η ψυχαναλυτική σκέψη, η διαταραχή δεχόταν νέες ερμηνείες. Οι θεωρητικοί της ψυχολογίας του εγώ επικεντρώθηκαν στην αδυναμία και την αναποτελεσματικότητα του ανορεκτικού ασθενή να πετύχει την αυτονόμησή του στην εφηβεία πιθανόν ως αποτέλεσμα μιας διαταραγμένης πρώιμης σχέσης μητέρας-παιδιού. Οι υποστηρικτές της θεωρίας των αντικειμενοτρόπων σχέσεων αντιλήφθηκαν την διαταραχή ως την παρανοειδή αντίδραση ενός αδύναμου εαυτού απέναντι σε ένα παντοδύναμο κακό αντικείμενο το οποίο έχει ενσωματωθεί στον σωματικό εαυτό. Η διαπροσωπική θεωρία δίνει έμφαση στην εκμετάλλευση του ανορεκτικού παιδιού μέσα στην οικογένεια με στόχο την διατήρηση μιας παθολογικής ισορροπίας. Πρόσφατα οι διαταραχές αυτές μελετήθηκαν μέσα από το πρίσμα της θεωρίας της ψυχολογίας του εαυτού αποκαλύπτοντας ελλείμματα στο "εμπαθητικό καθρέπτισμα" κατά την παιδική ηλικία.
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η κλινική εμπειρία όσων έχουν ασχοληθεί ιδιαίτερα με αυτούς τους ασθενείς δείχνει ότι δεν πρόκειται για μια απόλυτα ομοιογενή ομάδα ασθενών. Έτσι, οι γενικεύσεις χρειάζονται προσοχή ενώ συχνά υπάρχει συννοσηρότητα τόσο στον άξονα 1 όσο και τον άξονα ΙΙ. Η πρόγνωση είναι γενικά φτωχή και μελέτες follow up δείχνουν ότι μόλις το 30- 40% είναι ελεύθερο συμπτωμάτων μετά από μακρόχρονες θεραπευτικές παρεμβάσεις.
Γενικά, οι ασθενείς που πάσχουν από διαταραχές πρόσληψης τροφής αποτελούν μια ιδιαίτερα δύσκολη ομάδα ασθενών ως προς την προσέγγιση και την θεραπευτική τους αντιμετώπιση. Στην αιτιολογία φέρεται να εμπλέκονται πολλοί παράγοντες βιολογικοί, κοινωνικοπολιτισμικοί και ψυχολογικοί.
Ασφαλώς πρόκειται για μια βαριά ψυχοπαθολογία. Πρόκειται για μια κατάσταση αυτοκαταστροφής και κακοποίησης ψυχικής και σωματικής. Υπάρχει όμως κι άλλη κακοποίηση. Η κακοποίηση που έχουν υποστεί αυτές οι ασθενείς όχι όμως με την μορφή ενός γεγονότος ή τραύματος αλλά με τον χρόνιο τραυματισμό της προσωπικότητάς τους λόγω της βίαιης αποκοπής της σύνδεσης στις πρώιμες σχέσεις τους.
Σ' αυτή την εργασία θα προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τις διαταραχές αυτές από μια ψυχαναλυτική σκοπιά και μέσα από την θεωρία της ψυχολογίας του εαυτού6. Θα τις προσεγγίσουμε δηλαδή ως μια παθολογία του εαυτού όπου υπάρχει μια χρόνια και τραυματική διατάραξη στην "εμπαθητική επαφή" γονέων-παιδιού. Λέγοντας "εμπαθητική" προσπαθώ να μεταφράσω τον αγγλικό όρο "empathy" που ίσως αποδίδεται καλύτερα και με τον όρο ενσυναίσθηση. Η ενσυναίσθηση ορίζεται ως η ικανότητα να τοποθετείται κάποιος στην ψυχική πραγματικότητα του άλλου αντιλαμβανόμενος τον κόσμο από αυτή την θέση. Θα τις αντιμετωπίσουμε ως δύο παραλλαγές μιας αμυντικής δομής που εγκαθίσταται για να αναπληρώσει μια παρατεταμένη διακοπή στην πρώιμη επαφή του παιδιού με το περιβάλλον και επομένως ένα έλλειμμα στην επικοινωνία.
Αυτό το μαζικό έλλειμμα εμποδίζει την ανάπτυξη λειτουργιών χαλάρωσης και ελέγχου της έντασης από το ίδιο το παιδί. Προάγει έτσι αποσυνδετικές άμυνες που γίνονται πιο έντονες όσο πιο χρονίζουσες και επαναλαμβανόμενες είναι οι διακοπές στην επικοινωνία. Οι αποσυνδετικές άμυνες συνθέτουν κατά πολύ την κλινική εικόνα των ασθενών π.χ. την διαταραγμένη εικόνα του σώματος ή την αποσύνδεση του σωματικού από τον ψυχικό εαυτό. Κατά την εφηβεία, γίνεται προσπάθεια να αναπληρωθούν τα δομικά ελλείμματα της σχέσης με τους άλλους, αναπαράγοντας συμβολικά μέσω των συμπτωμάτων της βουλιμίας και της ανορεξίας τόσο τον κίνδυνο που διατρέχει ο εαυτός όσο και την προσπάθεια επανόρθωσης4.
Διάφοροι συγγραφείς συμφωνούν ότι πρώιμα αναπτυξιακά ελλείμματα παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στην αιτιολογία αυτών των διαταραχών και προσπάθησαν να τα καθορίσουν με μεγαλύτερη ακρίβεια. Ο Brenner θεωρεί ότι το έλλειμμα αυτών των ασθενών έγκειται στην μη εσωτερίκευση επαρκών μητρικών λειτουργιών. Οι Sugarman και Kurash έδωσαν έμφαση σε ένα πυρηνικό έλλειμμα των βουλιμικών ασθενών που συμβαίνει κατά την αναπτυξιακή φάση του αποχωρισμού- εξατομίκευσης, μία φάση που σχετίζεται με την ικανότητα δημιουργίας ξεχωριστών αναπαραστάσεων εαυτού και αντικειμένου ενώ οι Swift και Letven πρότειναν ότι αυτοί οι ασθενείς παρουσιάζουν ένα βασικό "λάθος" στην δομή του εγώ τους το οποίο σχετίζεται με συγκεκριμένες λειτουργίες που ρυθμίζουν την ψυχική ένταση.
Ο εαυτός, έχοντας τα στοιχεία της συγκρότησης και της ζωντάνιας καθώς και την δυνατότητα ανάπτυξης πρωτοβουλιών, αποτελεί την ουσία κάθε ψυχολογικής οντότητας. Μόνο ένα περιβάλλον που ανταποκρίνεται στις ανάγκες του βρέφους και παρέχει τις εμπειρίες του ζειν, μπορεί να διευκολύνει την μετατροπή του δυναμικού του με όλα τα συνοδά άγχη σε μια δημιουργική πραγματικότητα.
Ένα περιβάλλον που φροντίζει, που καθησυχάζει, υποστηρίζει και αντέχει εσωτερικεύεται από το βρέφος και γίνεται τμήμα του εαυτού του.
Οι εμπαθητικές γονεϊκές αντιδράσεις συνιστούν τις πρόδρομες δομές που συμβάλλουν και ενδυναμώνουν την ψυχική συγκρότηση του εαυτού. Έτσι οι γονείς που έχουν αυτή την ικανότητα κατανοούν τις ανάγκες των παιδιών τους ενώ η κλινική έννοια της λέξης καθορίζει το πώς οι γονείς (οι θεραπευτές) συλλέγουν τα δεδομένα για να κατανοούν τα παιδιά τους (τους ασθενείς). Το παιδί νιώθει πως οι ανάγκες του γίνονται κατανοητές καθώς με τους γονείς δημιουργείται ένας κοινός χώρος αλληλεπίδρασης και η ενσυναίσθηση γίνεται το ψυχικό περιβάλλον που στηρίζει και εμπεριέχει τα άγχη διευκολύνοντας σιωπηρά την ψυχική ανάπτυξη. Δημιουργούνται με αυτό τον τρόπο οι απαραίτητες ταυτίσεις για την ενίσχυση της συγκρότησης του εαυτού και το καθρέπτισμα αυτό θα μεταφραστεί αργότερα σε αυτοεκτίμηση και ανοχή στην ματαίωση. Αντίθετα, η απουσία ενσυναίσθησης δημιουργεί ένα αίσθημα ψυχικού κενού, έλλειψη ζωντάνιας και συνοχής του εαυτού. Η απουσία αυτή μοιάζει να είναι τραυματική ιδίως στην βρεφική ηλικία που είναι και η πιο καθοριστική για την ψυχική ανάπτυξη. Δεν μιλάμε βέβαια για τραύμα ως ένα συγκεκριμένο γεγονός που μπορεί κάποιος να το φέρει στην θύμησή του. Ο Winnicot λέει ότι "τραύμα μπορεί να είναι ότι τίποτα δεν συμβαίνει όταν κάτι θα έπρεπε να είχε συμβεί"10. Στην κλινική πράξη συχνά συναντούμε αυτή την αίσθηση με τους ασθενείς αυτούς όταν π.χ. παραπονιούνται ότι τίποτα δεν συμβαίνει στην θεραπεία ενώ η ματαίωση που βιώνουν τους οδηγεί συχνά να διακόπτουν. Στην καθημερινότητα αλλά και τις σχέσεις τους τίποτα δεν είναι αρκετό για να γεμίσει το κενό που νιώθουν.
Οι ασθενείς συχνά, μιλώντας για το παρελθόν, αναφέρονται σε αποσπασματικό ενδιαφέρον του περιβάλλοντός τους π.χ. μια αυξημένη προσοχή των γονέων σε μεμονωμένες αντιδράσεις τους ή σε σωματικές εικόνες με μερική ή ολική παραγνώριση των συναισθημάτων τους. Εξονυχιστικός έλεγχος, στιγμιαίες συμπεριφορές υπερευαισθησίας, έντονη ενασχόληση με αρνητικές πλευρές του εαυτού, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την γνώμη των άλλων και του κόσμου με παράλληλη αδιαφορία για τις πραγματικές ανάγκες του παιδιού.
Με άλλα λόγια όταν μια τέτοια ασθενής καθρεπτίζεται στους γονείς της, δεν αντιλαμβάνεται την αντανάκλαση του συνόλου του σωματικού εαυτού αλλά μια πρισματική εικόνα μεμονωμένων κομματιών. Μία ασθενής αναφέρει "ήταν σα να μη με καταλάβαινε κανείς στην οικογένειά μου. Αντίθετα επισήμαιναν πάντα τα λάθη ή τα κακά στοιχεία μου. Αυτό με τρέλαινε. Όταν συνέβαινε κοιτούσα τον εαυτό μου μέσα από πέντε διαφορετικούς καθρέπτες του σπιτιού μου και έβλεπα πάντα κάτι διαφορετικό. Ήταν σαν την ηχογράφηση. Ακούς τον εαυτό σου διαφορετικά απ' ότι στην πραγματικότητα. Ένιωθα μπερδεμένη και χαμένη. Δεν μπορούσε να το δει κανείς αλλά με έκανε να αισθάνομαι το σώμα μου να μην συνδέεται με το κεφάλι μου!"
Ένα άλλο χαρακτηριστικό τους είναι η ιδιαίτερη ευαισθησία τους για τις ανείπωτες επιθυμίες της μητέρας τους. Αυτή η ταύτιση με τον εσωτερικό κόσμο της μητέρας φαίνεται να αντιπροσωπεύει μια προσπάθεια να διατηρηθεί αμυντικά η επαφή μαζί της. Το παιδί υιοθετεί τα χαρακτηριστικά της μητέρας του που μένουν ανείπωτα, πλευρές που η ασθενής ξέρει ότι η μητέρα θεωρεί πολύ σημαντικές αλλά που ταυτόχρονα καταδικάζει και νιώθει ότι δεν της ταιριάζουν. "Εξαναγκάζεται" δηλαδή (κι αυτό συνιστά ασφαλώς μια βίαιη κατάσταση) να ακολουθήσει τον δρόμο της μητέρας για να διατηρήσει αυτό τον δεσμό μαζί της.. Το τίμημα όμως που πληρώνει από αυτή την εσωτερίκευση είναι να εμποδίζεται να αναγνωρίζει τις δικές της ανάγκες ως ξεχωριστές και να χάνει την αυτονομία και την συνεκτικότητά της ως άτομο. Οι ίδιες συχνά αναφέρουν ότι αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως "τον ενήλικα της μητέρας". Παρουσιάζουν δηλαδή μια πρόωρη ανάπτυξη, η οποία γίνεται φανερή και στο επίπεδο των κοινωνικών και πνευματικών δεξιοτήτων. Συνήθως άριστες μαθήτριες, πρότυπα καλού παιδιού για την ευρύτερη οικογένεια αναλαμβάνουν συχνά ενεργό ρόλο στηρίζοντας και συμβουλεύοντας τους άλλους. Στην οικογένειά τους συχνά αποκτούν την εύνοια και προτίμηση του πατέρα τοποθετώντας σε δεύτερο ρόλο την μητέρα. Στις αναφορές για το παρελθόν τους μιλούν για μια χρόνια έλλειψη διαθέσιμων για αυτούς ενηλίκων7. Αντίθετα εκείνες παρηγορούσαν και στήριζαν του άλλους στην οικογένεια. Χαρακτηριστικά τα λόγια μιας ασθενούς "Η μητέρα μου πάντα με ρωτούσε ποιο φόρεμα ήταν όμορφο, πως φαινόταν ή αν μαγείρευε ωραία. Ακόμα κι ο πατέρας μου αν και λιγότερο ζητούσε την συμβουλή μου για πράγματα που δεν ήξερα. Ήταν σαν να είμαι μια μητέρα για τους γονείς μου".
Η μη απόκτηση λοιπόν μηχανισμών ελέγχου και προστασίας του εαυτού και αυτοελέγχου της έντασης με την εσωτερίκευση μιας σχέσης σύνδεσης μέσω ενσυναίσθησης με τους γονείς, εμποδίζει τον εαυτό να ρυθμίζει τις λειτουργίες του όπως ο ύπνος, το φαγητό και η άσκηση, μια δυσκολία που φαίνεται να έχουν αυτοί οι ασθενείς. Στην προσπάθεια να υποκαταστήσουν αυτή την έλλειψη αναπτύσσουν μια τελειομανία που αποδεικνύεται πολύ καθησυχαστική στην καθημερινή πράξη. Η πεποίθηση ότι το σώμα τους είναι τέλειο, αλώβητο και ότι ρυθμίζεται αυτόματα, ανακουφίζει από το άγχος της αντίληψης έλλειψης ελέγχου για τις ίδιες τους τις λειτουργίες.
Αρκετοί συγγραφείς έχουν ασχοληθεί με το προφίλ της οικογένειας των ασθενών αυτών που κατά 90% είναι γυναίκες. Διαπιστώνουν μια τελειοθηρική στάση και αυτοθυσία της μητέρας σε συνδυασμό με έναν πατέρα μάλλον αμέτοχο. Οι Palazzoli και Bemporad διαπιστώνουν ότι συχνά υπάρχει ένα θέμα εμπιστοσύνης μεταξύ των γονέων κάτω όμως από μία μάσκα αφοσίωσης και αλληλεγγύης. Έτσι συχνά η ασθένεια του παιδιού καλείται να σταθεροποιήσει και να προστατέψει την γονεϊκή σχέση. Οι ίδιοι συγγραφείς διαπιστώνουν ότι σε αρκετές τέτοιες οικογένειες η ακαμψία και τελειοθηρία της ανορεκτικής κόρης αντανακλούν παρόμοιες αξίες από την πλευρά της μητέρας της. Τυπικά, η μητέρα είναι πολύ δοτική, ανταποκρίνεται έντονα στις ανάγκες του καθενός στην οικογένεια επειδή έτσι είναι σωστό χωρίς να υποστηρίζει τις δικές της ανάγκες. Θεωρεί την αυτοθυσία ως την υπέρτατη αρετή. Προβάλλει δηλαδή ένα πρότυπο γυναίκας που δεν υπολογίζει τον εαυτό της και αδιαφορεί για τις δικές της επιθυμίες. Συχνά παντρεύεται κάποιον που επίσης είναι ανίκανος να προσφέρει στον εαυτό του. Ο σύζυγος, συνήθως εξαρτημένος από τις γυναίκες μετριάζει αυτό το γεγονός με το να τις υποτιμά και να ζητά επίμονα και με απόλυτο τρόπο αφοσίωση και σεβασμό από την γυναίκα και τα παιδιά του. Άλλες φορές βέβαια αυτές οι απαιτήσεις του πατέρα καλύπτονται από ένα μανδύα επίσης αυτοθυσίας ή εργασιομανίας και υπερπροσφοράς. Μέσα σ' αυτό το κλίμα η ωρίμανση του κοριτσιού σε γυναίκα δείχνει τρομερή κι επικίνδυνη καθώς το να είναι γυναίκα σημαίνει να είναι αδύναμη και υποταγμένη μέσα σε ένα κόσμο ισχυρών και απαιτητικών αντρών. Αυτός ο τύπος οικογενειακής δομής συναντάται συχνότερα σε ασθενείς που πάσχουν από ψυχογενή ανορεξία. Υπάρχουν βέβαια αρκετές παραλλαγές και τα παραπάνω θα πρέπει να τα δούμε περισσότερο σαν μια χρήσιμη παρατήρηση παρά να τα συνδέσουμε άμεσα με την αιτιολογία της νόσου που είναι πολυπαραγοντική. Οι παρατηρήσει αυτές βασίζονται σε μελέτες που έκαναν οι Gordon, Beresin και Herzog σε ένα δείγμα 80 οικογενειών στις ΗΠΑ2.
Για τα παιδιά αυτά η έναρξη της εφηβείας και της εμμηνορυσίας είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Η κλονισμένη αυτοπεποίθηση και η έντονη ανάγκη να συμμορφώνονται με την επιθυμία της μητέρας καθιστούν την ωρίμανση και το φυσιολογικό αποχωρισμό από την οικογένεια τρομακτικές διαδικασίες. Απομονώνονται, αφού ο απόλυτος και δύσκαμπτος τρόπος σκέψης τις εμποδίζει να υπάρξουν ουσιαστικά με συνομηλίκους τους, ο κόσμος τούς φαίνεται εχθρικός. Η θέση στην ίδια τους την οικογένεια γίνεται άβολη καθώς ο ρόλος του νεαρού ενήλικα δεν τους ταιριάζει. Η σχέση με την μητέρα έχει βασιστεί στην συμμόρφωση και την υποταγή στις ανάγκες της παίρνοντας τον ρόλο του τέλειου παιδιού. Μπροστά στις νέες επιθυμίες και ανάγκες που αναδύονται καθώς και στην φυσιολογική επαναστατική τάση της εφηβείας η σχέση με την μητέρα είναι πλέον μετέωρη. Η στάση του πατέρα απέναντι στις γυναίκες καθιστά την γυναικεία ωρίμανση επίσης μια τρομακτική προοπτική. Έτσι η λύση που δίνεται είναι η αναστροφή της εφηβείας και της σεξουαλικής ωρίμανσης μέσω της ασιτίας.
Μέσα από αυτό τον τρόπο σκέψης θα μπορούσαμε να υποθέσουμε το γιατί ένα κορίτσι επηρεάζεται περισσότερο από αυτά τα προβλήματα της οικογένειας από ένα αγόρι. Ίσως γιατί οι αξίες που αναφέρθηκαν και τις οποίες ασπάζεται η μητέρα είναι πιο κοντά στις έμφυτες τάσεις ενός κοριτσιού όπως η στήριξη των σχέσεων.
Η βουλιμία είναι ένα χαρακτηριστικό σύμπτωμα των διαταραχών πρόσληψης τροφής αλλά και αρκετά πολύπλοκο ως προς την κατανόηση και την αιτιολογία του. Στην βουλιμία συμβαίνουν τελετουργικά επαναλαμβανόμενες πράξεις .που ξεκινούν από μια δυσφορική κατάσταση και ακολουθεί μια υπερφαγία. Αρχικά κάποιες κινήσεις προετοιμασίας και μετά μια οργιαστική κατανάλωση φαγητού. Μετά την συνειδητοποίηση της πληρότητας, η ασθενής φοβάται ότι θα παχύνει και αισθάνεται ένοχη ότι αφέθηκε στην επιθυμία της για να ακολουθήσει η καθαρτική συμπεριφορά (π.χ. έμετος) ή αυστηρός περιορισμός της τροφής. Το επεισόδιο τελειώνει μέσα σε μια συναισθηματική κατάσταση ανακούφισης μαζί και ντροπής. Το νόημα της όλης συμπεριφοράς φαίνεται ότι είναι αρκετά περίπλοκο και εκφράζει όλη την ενδοψυχική επικοινωνία της ασθενούς.
Αν δούμε την βουλιμία στο επίπεδο της διαπροσωπικής επικοινωνίας τότε το φαγητό υποκαθιστά το άτομο και η συμπεριφορά αυτή είναι η μεταφορά της σχέσης μαζί του.
Αν την δούμε στο επίπεδο της ενδοοικογενειακής επικοινωνίας τότε ίσως είναι η προσπάθεια για να κρατηθεί η ισορροπία σε μια οικογένεια που υπάρχει αλλοτρίωση αλλά και έχθρα.
Αν την δούμε στο επίπεδο μιας κοινωνικοπολιτισμικής επικοινωνίας μπορεί να αντιπροσωπεύει έναν ακραίο καταναλωτισμό και μια επιθετικότητα για την κοινωνία όπου τα αγαθά έχουν υποκαταστήσει τις ανθρώπινες ανάγκες. Προφανώς η ασθενής θέλει να επικοινωνήσει μηνύματα προς διάφορες κατευθύνσεις. Το βουλιμικό σύμπτωμα τελικά επικοινωνεί μια παθολογική αντίδραση-μια κατάπτωση- αλλά και μια προσπάθεια να οργανωθεί ο εαυτός με τρόπο που διατηρεί μερικώς την συνοχή του. Μιλάει δηλαδή για μια διπλή ιστορία μιας κατάπτωσης και μιας ανάκαμψης.
Η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία των διαταραχών πρόσληψης τροφής είναι μια μακρόχρονη και επίπονη διαδικασία τόσο για τον ασθενή όσο και τον θεραπευτή3. Η κλασσική ψυχαναλυτική μέθοδος που βασίζεται στην ουδετερότητα του θεραπευτή και την ανάλυση της μεταβιβαστικής σχέσης φαίνεται ότι δεν αποδίδει τουλάχιστον στην αρχική φάση. Αντίθετα πολύ αποδοτικές φαίνεται να είναι οι τροποποιημένες ψυχαναλυτικές μέθοδοι ή οι συνδυαστικές θεραπευτικές παρεμβάσεις. Η ψυχαναλυτική ουδετερότητα είναι για αυτούς τους ασθενείς μια έντονα ματαιωτική-τραυματική κατάσταση, μια επανάληψη των παλαιότερων δυναμικών μέσα στην οικογένεια και μια κατάσταση απώλειας ελέγχου. Η ασθενής βιώνει σχεδόν μια παρανοειδή κατάσταση όπου υπόκειται στις ναρκισσιστικές ανάγκες ενός ενήλικα-θεραπευτή που την οδηγεί να κινητοποιήσει ακόμα πιο έντονα τις αποσυνδετικές της άμυνες και να οχυρωθεί μέσα στον σωματικό εαυτό της8. Σε κάθε περίπτωση θα "μπλοκάρει" την θεραπεία και δεν θα μπορέσει να εκφράσει τα συναισθήματά της. Αντίθετα μια θεραπευτική διαδικασία που βασίζεται στην "εμπαθητική" σχέση, στην δημιουργία μιας αλληλεπίδρασης όπου η ασθενής μπορεί να εκφράζεται και να καθρεπτίζεται μέσα από τον θεραπευτή, μπορεί να βοηθήσει στην επεξεργασία και την αναστροφή των τραυματικών σχέσεων του παρελθόντος. Αυτό προϋποθέτει πρωτίστως την εγρήγορση του θεραπευτή αλλά και την ικανότητα να αντέξει τα συναισθήματα του ασθενή κυρίως την επιθετικότητα που είναι συνεχώς παρούσα σε φανερή ή καλυμμένη μορφή. Ο θεραπευτής συναλλάσσεται και αναλύει την σχέση με τις αποσυνδεδεμένες πλευρές του εαυτού του ασθενή κυρίως όμως με τον πιο απόκρυφο σωματικό εαυτό του. Έτσι, θα πρέπει να είναι μη επικριτικός, συνεπής και σταθερός αλλά και ελαστικός όπου χρειάζεται. Οι ασθενείς αυτοί αντιδρούν πολύ αρνητικά και αποδιοργανώνονται με τους ασαφείς στόχους, τις μεγάλες σιωπές, την αδράνεια και την τυπικότητα. Θα χρειαστούν συχνά ενθάρρυνση και καθοδήγηση που δεν θα έχουν όμως τον χαρακτήρα της παρεμβατικότητας.
Πιο συγκεκριμένα θα λέγαμε ότι η ψυχαναλυτική θεραπεία των διαταραχών πρόσληψης τροφής διανύει τρία στάδια1: Στο πρώτο στάδιο στόχος είναι όπως είπαμε η εγκατάσταση μιας εμπαθητικής σχέσης έτσι ώστε ο ασθενής να μπορεί να καταστεί παρατηρητής τόσο της συμπεριφοράς του όσο και σε ένα επόμενο στάδιο παρατηρητής της σχέσης του με τον θεραπευτή. Στην αρχή μιλούν συνεχώς για την εικόνα του σώματός τους και το φαγητό ενώ τα συναισθήματα υποτιμούνται γιατί μοιάζουν δυσβάσταχτα. Γίνεται λοιπόν προσπάθεια να αποκωδικοποιηθεί η σχέση με το φαγητό και να συνδεθεί με συναισθήματα. Εμφανίζουν επίσης μια διαταραχή σε αυτό που ο Bruch περιέγραψε με τον όρο interoceptive awareness (ιδιοδεκτική επίγνωση), όρος που αναφέρεται στην ικανότητα να αναγνωρίζει κάποιος και να αρθρώνει διάφορες εσωτερικές του καταστάσεις. Για παράδειγμα οι ασθενείς αναφέρουν λίγο πόνο ή δυσφορία όταν κάνουν έμετο. Αργότερα στην θεραπεία μπορεί να περιγράφουν πόσο πονούσε ο λαιμός τους ή πώς δάκρυζαν τα μάτια τους.
Στο δεύτερο στάδιο της θεραπείας υπάρχει γενικά μια ύφεση της συμπτωματολογίας ενώ αναπτύσσεται μια σχέση εξάρτησης με τον θεραπευτή, η επεξεργασία της οποίας είναι πολύ σημαντική για την κατανόηση των συναισθημάτων, των συγκρούσεων και γενικότερα των σχέσεων με τους άλλους. Ο ασθενής χρησιμοποιεί τον θεραπευτή για να μπορέσει να δημιουργήσει νέους πιο λειτουργικούς τρόπους του σχετίζεσθαι από τους οποίους αντλεί και μεγαλύτερη ικανοποίηση. Σε αυτή την διαδρομή ο ασθενής θα νιώσει απογοητεύσεις, αισθήματα κενού και συχνά θα υπάρξουν εξάρσεις της συμπτωματολογίας στην προσπάθειά του να ανακτήσει τον έλεγχο απέναντι σε κάτι που δεν μπορεί να χειριστεί.
Στο τρίτο στάδιο της θεραπείας οι ασθενείς είναι γενικά ελεύθεροι συμπτωμάτων. Έχουν ανακτήσει μια πιο συνεκτική εικόνα του εαυτού τους και μια αποδοχή για το σώμα τους. Στόχος σε αυτό το στάδιο της θεραπείας είναι η επεξεργασία πιο δύσκολων συναισθηματικών καταστάσεων όπως της απόρριψης ή της απώλειας καθώς και η σύνδεση των τωρινών συγκρούσεων με αντίστοιχες καταστάσεις του παρελθόντος. Ο ασθενής έτσι αντέχει την απογοήτευση και την κατάθλιψή του χωρίς να χάνει την συνεκτικότητα του εαυτού του.
Τελειώνοντας θα ήθελα να αναφέρω τα λόγια μιας ασθενούς που εικονογραφούν ίσως με τον καλύτερο τρόπο όσα αναφέρθηκαν. Δηλαδή το αίσθημα κενού, την αμφιθυμία, την σχάση του εαυτού, τον ναρκισσισμό, τον φόβο της επαφής με τους άλλους, την ενοχή και την προσπάθεια ανάκτησης ελέγχου. Η Γ. είναι 27 χρονών, πάσχει από ψυχογενή ανορεξία και κάνει περιστασιακές κρίσεις υπερφαγίας και εμέτων. Είναι ένα χρόνο σε θεραπεία. Γράφει λοιπόν για το σύμπτωμα της βουλιμίας: "Το σύμπτωμά μου είναι ένα σαράκι, ένα σκουληκάκι που διεισδύει στο μυαλό μου σε ανύποπτο χρόνο- όποτε έχω κάποιο άγχος ή αγωνία είτε εμφανή είτε ασυναίσθητη. Επίσης όταν αισθάνομαι "εκτός τόπου", βαριέμαι, νιώθω αμέτοχη, "γλάστρα", ότι κάτι λείπει. Είπαμε ότι με πιάνει όποτε δεν με γεμίζει μια κατάσταση. Λογικά το να θέλω να γεμίσω την έλλειψη, το κενό με φαγητό τα καταλαβαίνω. Αλλά τότε γιατί ν' αδειάσω; Ίσως γιατί θέλω να γεμίσω με κάτι δικό μου, κάτι που επιλέγω εγώ και όχι οι άλλοι για μένα. Ή αυτή η αίσθηση εξωτερικής πίεσης δημιουργεί αίσθημα έλλειψης και κενού οπότε πάλι πρέπει να γεμίσει. Αυτά για το πριν. Το "κατά την διάρκεια" είναι μια φάση μηχανιστική, κάτι που δεν εγγράφεται ακριβώς στην μνήμη μου, είναι σαν να έχω πάρει ήδη τον δρόμο της αποτυχίας χωρίς επιστροφή αλλά παράλληλα είναι και η ώρα της εκτόνωσης, της απόλαυσης, του δεν σκέφτομαι και πολύ, μόνο απολαμβάνω τους απαγορευμένους καρπούς, ξεπερνάω τα όρια και δεν σκέφτομαι τις συνέπειες. Το μετά είναι όμως η πραγματική εκτόνωση, το άδειασμα, κυριολεκτικά και μεταφορικά, η κάθαρση. Είναι το στάδιο του εγωισμού και ο σκύλος χορτάτος και η πίτα γεμάτη, δεν έχω χάσει τίποτα. Πρέπει όμως να τα βγάλω όλα, να αδειάσω καλά ώστε να είμαι καθαρή, αγνή(;). Μετά καθαρίζω καλά και τον γύρω χώρο, πολλές φορές και το σπίτι ολόκληρο. Έχει εξελιχθεί σε μια τελετουργία με αρχή, μέση και τέλος. Το τέταρτο στάδιο έχει να κάνει με την μετάνοια, οι τύψεις και διαβεβαιώσεις ότι δεν θα το ξανακάνω. Η απορία του τι μου προσφέρει όλο αυτό. Και η σωματική αδυναμία και ο φόβος του θανάτου βέβαια. Τώρα πια έχω θυμώσει με τον εαυτό μου. Γιατί ενώ πιστεύω ότι μπορώ να σκοτώσω το σαράκι την ώρα που νιώθω αρχικά την παρουσία του, δεν το κάνω όχι γιατί δεν μπορώ αλλά γιατί δεν θέλω. Γιατί όλο αυτό το τελετουργικό, το θέατρο με τέσσερεις πράξεις είναι μια εύκολη λύση. Είναι μηχανικό και δεν περιλαμβάνει ανθρώπινη επαφή και εν τέλει φαίνεται ότι υποσυνείδητα αποτελεί χαλαρωτικό για μένα. Το αισθάνομαι επίσης σαν αποκούμπι, σαν ένα χέρι βοηθείας την ώρα που είναι το μυαλό μου μπερδεμένο και μου φταίνε όλα. Επίσης ίσως προέρχεται από την κακή μου διατροφή αν και μάλλον πρόκειται για συναισθηματική πείνα. Και ο έλεγχος; Θέλω να χάσω τον έλεγχο τρώγοντας και μετά να τον ανακτήσω αδειάζοντας. Να ξεπεράσω τα όρια και αμέσως μετά να επιστρέψω σε αυτά. Ξεκινάει όμως από μια αίσθηση ότι δεν έχω τον έλεγχο για τίποτα στην ζωή μου. Γιατί όμως μου είναι τόσο αναγκαίο; Μήπως αυτό είναι το να είμαι απόλυτη και τελειομανής; Και πως έγινα έτσι; Γιατί; Και αυτό αλλάζει; Ναι όλα αλλάζουν και πρέπει να αλλάξει γιατί αλλιώς θα πεθάνω από αδυναμία. Αχ το κορμάκι μου πόσο το ταλαιπωρώ!"

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Anastasopoulos D., et al: Psychoanalytic psychotherapy of the severely disturbed adolescent London 1999: Duckworth.
Bemporad J., Herzog, D.: Psychoanalysis and eating disorders. New York 1989: The Guilford Press.
Greenberg J.: The problem of analytic neutrality. Contemporary Psychoanalysis 1986, 22:76-86.
Johnson G.: Psychodynamic treatment of anorexia nervosa and bulimia. New York 1991: The Guilford Press.
Kernberg O.: Borderline conditions and pathological narcissism. New York 1975: Jason Aronson.
Kohut H.: The analysis of the self. New York 1971: Universities Press.
Liekierman M. On rejection: Adolescent girls and anorexia. Journal of Child Psychotherapy 1997, 23:61-80.
Ogden T.: Projective identification and psychotherapeutic technique. New York 1982: Jason Aronson.
Williams G., Williams P., Desmsarais J., Ravenscroft K.: Exploring eating disorders in adolescents. London 2004: Karnac Books.
Winnicot D.: Playing and reality. New York 1971: Basic Books.

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2009

''Prozac Nation'' - Η πρωταγωνίστρια


(επιμέλεια: Χουτοχρήστος Βαλάντης-ψυχολόγος)






1.Εισαγωγή:

Η ταινία, της οποίας την ηρωίδα θα αναλύσουμε, αφορά μια φάση ζωής μιας νεαρής κοπέλας η οποία εμφανίζει έντονη παθολογία που επηρεάζει το οικογενειακό πλαίσιο ζωής της, την ακαδημαϊκή της καριέρα, την ερωτική της ζωή, τις κοινωνικές της σχέσεις κ. α. Η ζωή της Elisabeth αρχίζει να παίρνει άσχημη τροπή κυρίως όταν φεύγει από το σπίτι για να σπουδάσει την μεγάλη της αγάπη, την γραφή .Το γράψιμο αποτελούσε για την Elisabeth το πεδίο εκτόνωσης της ψυχοπαθολογίας της και διατήρησης της ισορροπίας της, πεδίο που τελικά δε στάθηκε τόσο ικανό ώστε η Lisi να μην εμφανίσει έντονα συμπτώματα (αυτό)καταστρέφοντας σχεδόν όλους τους τομείς της ζωής της .Στο σημείο, λοιπόν, αυτό και έχοντας από πίσω έναν απόντα πατέρα, μια παθογενετική μητέρα, προβληματικές ερωτικές και φιλικές σχέσεις και μια –σταδιακά –κατακερματισμένη ταυτότητα, η Lisi αναζητά την λύση στη ψυχοθεραπεία και την φαρμακολογία .Οι ανάγκες, πλέον, για μια σωστή προσαρμογή σε ένα νέο πλαίσιο ζωής φαντάζουν επιτακτικές…


2.Περιγραφή της Elisabeth:

-Εξωτερική εμφάνιση:
Σε κάποια σημεία πολύ επιμελημένη εμφάνιση, (ίσως κομμάτι ναρκισσιστικής επένδυσης σχετικά με το υπόλοιπο πλαίσιο αναφοράς) όπως όταν βραβεύεται για κάποια εργασία ή όταν πρέπει να παρουσιάσει κάποια εργασία της, όταν διασκεδάζει με ερωτικούς συντρόφους κ. α. Σε άλλες περιπτώσεις, που συνδέονται με το καταθλιπτικό κομμάτι της συμπεριφοράς της, παρουσιάζει απόσυρση και η εμφάνισή της είναι πιο ατημέλητη, κάτι που εκφράζεται με αταξία και σε άλλα επίπεδα (άτακτο και βρώμικο δωμάτιο, υπερυπνία, αναβλητικότητα σχεδίων, αταξία στο τρόπο σκέψης και γραψίματος κ. α. ).

-Ψυχολογικά χαρακτηριστικά:
Η Lisi σε διάφορα σημεία παρουσιάζει αυτοκαταστροφική συμπεριφορά, αυτοτραυματίζοντας τον εαυτό της .Ο αυτοκτονικός ιδεασμός είναι έκδηλος ενώ με τις πράξεις της δε θα εξέπληττε μια πιο οργανωμένη απόπειρα αυτοκτονίας .Σε πολλές περιπτώσεις παρουσιάζει καταθλιπτική συμπεριφορά, κάνει κατάχρηση ουσιών επιβεβαιώνοντας τον αυτοκαταστροφικό της χαρακτήρα αλλά ίσως, και σε ένα άλλο επίπεδο, την ανάγκη της να την ακούσει η οικογένειά της (συστημική προσέγγιση) .Ακόμη, συχνά η συμπεριφορά της Lisi κυριεύεται από έντονες παρορμήσεις ενώ δε λείπουν τα στοιχεία επιδειξιομανίας (γυμνή μπροστά στη μάνα της) αλλά και τα ναρκισσιστικά σχήματα (‘οι άλλοι πρέπει να με καταλαβαίνουν και να σκέφτονται όπως εγώ’,η ενασχόληση με το γράψιμο, η σεξουαλική της συμπεριφορά κ.α.) .Κάνει πολλές και έντονες προβολικές ταυτίσεις και σχάσεις, κυριεύεται από ιδεοληψίες, παραληρητικές ιδέες και άγχος όταν γράφει, παρουσιάζει στοιχεία δραματικής συμπεριφοράς κάποιες φορές στον τρόπο που μιλάει, σε καυγάδες με την μητέρα της και σε δηλώσεις σεξουαλικού περιεχομένου και ενδιαφέροντος .Έχει πολλές φορές ψευδαισθήσεις και παραισθήσεις, ιδίως όταν κάνει χρήση ουσιών (ίσως σχετίζεται και με τη διπολική διαταραχή, θα συζητηθεί αργότερα) .Εκφράζει μηδενιστικές απόψεις (για παράδειγμα στο θέμα του sex σε μια περίπτωση), κάνει ονειροπόληση ενώ πολλές φορές οι σχέσεις της στηρίζονται σε διπλά μηνύματα, αφού έτσι έμαθε στο σπίτι της, και σε παθητικοεπιθετική συμπεριφορά .Σε περιπτώσεις όπου έχει κάνει κατάχρηση ή στιγμές που γράφει (σύνδεση με υπομανιακά επεισόδια) έχει αίσθηση αποπραγματοποίησης και αποπροσωποποίησης, παρανοϊκές ιδέες και αποσυνδετικά συμπτώματα .Επίσης, εκφράζει επιθετικότητα, αντίσταση στη θετική αλλαγή και στη θεραπεία, κοινωνική απομόνωση, ανασφάλεια, φόβους απόρριψης από οικογένεια, φίλους και ερωτικούς συντρόφους, αυτοκτονικές τάσεις, καθήλωση στο ‘παιδί-έφηβος’, υιοθέτηση του διλήμματος ‘θύτης ή θύμα’ που την παγιδεύει, έχει εξωτερικό κέντρο ελέγχου ενώ συναίσθημα-συμπεριφορά βασίζονται στη κυκλοθυμία .


3.Σχέσεις με μητέρα:

Στηρίζονται κυρίως στις προβολικές ταυτίσεις που κάνει η μια στην άλλη .Η μάνα κουβαλάει δικά της κομμάτια από την οικογένειά της και τη σχέση με τον άντρα της, τα προβάλλει πάνω στην κόρη της και ταυτίζεται με αυτή με αποτέλεσμα να ασκείται πίεση στη κόρη για επίτευξη στόχων που θα ανακούφιζαν τη μάνα .Η μάνα της την ‘καμαρώνει και την θέλει μια επιτυχημένη και κοινωνική δημοσιογράφο-συγγραφέα με φίλους πολλούς να την στηρίζουν’, όλα αυτά που η ίδια ίσως δεν είχε καταφέρει .Όλο αυτό, όμως, εμπεριέχει και διπλά μηνύματα με αποτέλεσμα η Lisi να εκδηλώνει άγχος, ανασφάλεια, επιθετικότητα, αναπαραγωγή των διπλών μηνυμάτων, αυτοκαταστροφική συμπεριφορά όταν αποτυχαίνει ή όταν νιώθει ότι την απορρίπτουν, αμφιθυμία προς την μάνα και άλλους, κάνοντας σχάσεις και διπολικούς διαχωρισμούς σε καλό και κακό κ.α. που περιγράφηκαν νωρίτερα .Η Lisi, από την άλλη, βλέπουμε σε ένα σημείο ότι εκφράζει πολύ έντονη επιθυμία για φροντίδα της μάνας της που είναι άρρωστη .Δηλαδή, η ‘άρρωστη’ κόρη φροντίζει την ‘άρρωστη’ μάνα που ισούται με τον παθολογικό εαυτό της ίδιας της Lisi, λόγω προβολικής ταύτισης .
Ακόμη, πολλές φορές φαίνεται να διατηρείται, και από μάνα και από κόρη, ένα ανταγωνιστικό πλαίσιο ανάμεσα στις δυο, που αφορά κυρίως την ‘γυναικεία-ερωτική’ τους υπόσταση: η Lisi προβάλλει στη μάνα της τον συντροφό της πολύ εξιδανικευμένο, φέρνοντάς τον έτσι, έμμεσα, σε αντίθεση με τον σύζυγο της μάνας και πατέρα της ηρωίδας .Από την άλλη, και η μάνα, σε κάποιο σημείο που η Lisi μιλά με τον πατέρα της, εκφράζει προς την κόρη της έμμεση επιθετικότητα λέγοντας ‘ότι μιλάει μαζί του με ύφος ερωτευμένης γυναίκας’ .
Είναι φανερό ότι η μάνα ζεί μέσα από την ζωή της κόρης και κυρίως μέσα από τον ρόλο της κόρης ως ‘παιδί’, κάτι που το δηλώνει και ξεκάθαρα (‘ήσουν παιδί, τόσο μικρή…’), κάτι που και η ίδια η Lisi το αντιλαμβάνεται (‘θες να είμαι τα πάντα για σένα και δεν μπορώ…’) .


4.Σχέσεις με πατέρα:

Βασίζονται κυρίως στην αμφιθυμία της Lisi και στη τάση που έχει για σχάσεις .Όταν η Lisi νιώθει ότι υπάρχουν σχετικά κοντά της φίλοι ή ερωτικοί σύντροφοι και η μάνα να την στηρίζει, κατηγορεί τον πατέρα της για την εγκατάλειψή της απ’ αυτόν .Όταν, από την άλλη, νιώθει εγκατάλειψη από την μάνα, ζητά την επαφή με τον πατέρα της και την ενασχόλησή του μαζί της (διπολική συμπεριφορά -‘καλό και κακό’, ‘καλός’ πατέρας και ‘κακή’ μάνα και τούμπαλιν) .
Η Lisi εκφράζει έντονη αμφιθυμία για τον πατέρα της ενώ δείχνει και έντονη εξάρτηση από την σχέση που έχει μαζί του, όποια και αν είναι αυτή .Κάτι περιμένει να λυθεί από αυτόν .Ίσως αν γύριζε πίσω να σταματούσε η παθολογική σχέση με την μητέρα της και η έκφραση του ανικανοποίητου της τελευταίας προς την ίδια, που νιώθει ότι χρωστάει στη μάνα της το μερίδιο ευτυχίας που ποτέ δεν της έδωσε ο άντρας της .Ίσως μπορούσε να γίνει ο ‘σωτήρας’ της αρρώστιας της, σαν τον ‘σωτήρα-εραστή’ που έψαχνε και η ίδια .Δεν αποκλείουμε εξάλλου το γεγονός η Lisi να ταυτίζει ασυνείδητα τον πατέρα της με τον εκάστοτε σύντροφό της και οι φόβοι απόρριψης που εκφράζει να προέρχονται από κάτι τέτοιο .Να σημειώσουμε, τέλος, ότι ο πατέρας της κοπέλας έπαιρνε ηρεμιστικά .


5.Κατάχρηση ουσιών:

Κάνει χρήση νικοτίνης, παραισθησιογόνων χαπιών, κοκαϊνης, αλκοόλ, κάνναβης και ηρεμιστικών .Σε κάποιες ουσίες η χρήση είναι πιο σταθερή, σε άλλες περιστασιακή. Προκαλούνται:ψευδαισθήσεις, παραισθήσεις, παρορμήσεις και χαοτική σεξουαλική συμπεριφορά, παρανοϊκές ιδέες και αποσυνδετικά συμπτώματα, αυτοκαταστροφική συμπεριφορά και δραματική συμπεριφορά .Η έκφραση κάποιων από τα συμπτώματα αυτά ίσως συνδέεται και με τις περιόδους υπομανίας της Lisi .



6.Η σχέση της Elisabeth με το γράψιμο:

Αδιαμφισβήτητα, το γράψιμο ‘βοηθά’ την Lisi να επενδύσει ναρκισσιστικά στον εαυτό της. Ακόμη το χρησιμοποιεί για να κάνει προβολικές ταυτίσεις στους ήρωες για τους οποίους γράφει.Όταν νιώθει ανίκανη να επικοινωνήσει με τους γύρω της νιώθει ανίκανη να επικοινωνήσει και με τον ίδιο της τον εαυτό, δε μπορεί να γράψει. Δεχόμενη πλήγματα από τους άλλους, πλήττει τον ίδιο της τον εαυτό αυτοκαταστρέφοντάς τον, ενώ ‘τιμωρείται’ και από τον ‘συγγραφέα εαυτό’ της, πηγή ναρκισσιστικής δύναμης…Ίσως βέβαια έτσι τιμωρεί και την μάνα της που πάντα ήθελε την κόρη της (βασικά τον εαυτό της-προβολική ταύτιση) επιτυχημένη .Στο κεφάλαιο ‘Η σχέση της Elisabeth με τη ψυχοθεραπεία’ γίνεται πάλι αναφορά στο γράψιμο της Lisi και στον ρόλο που έχει στη ψυχοπαθολογία της .


7.Ερωτικές σχέσεις:


Η Elisabeth ξεκίνησε με κάτι περιστασιακό που περιελάμβανε κυρίως το σεξουαλικό κομμάτι με την συνοδεία ουσιών .Έπειτα έκανε μια σχέση μέσα στην οποία γρήγορα ένιωσε ανασφάλεια, φόβο απόρριψης από το αγόρι της, άρχισε να έχει παρανοϊκές ιδέες του τύπου ότι το αγόρι της έχει ερωτικές επαφές με την κολλητή της ενώ άρχισε να αυτοθυματοποιείται (για παράδειγμα όταν ταυτίζεται με την άρρωστη αδερφή του αγοριού της, κατηγορώντας τον ότι την λυπάται και ότι απ’αυτό ο ίδιος παίρνει ηδονή-εδώ: προβολική ταύτιση Lisi με αδερφή του αγοριού της) .
Εδώ, μιλώντας γνωσιακά αναλυτικά, βλέπουμε πως η Lisi υιοθετόντας το δίλημμα-ρόλο ‘θύτης ή θύμα’, όταν νιώθει θύμα θεωρεί πως χάνει τον έλεγχο των συναισθημάτων της και φοβάται ότι θα έρθει η απόρριψη ενώ όταν νιώθει θύτης θεωρεί ότι θα βλάψει τους άλλους και ότι δε βιώνει έντονα την φροντίδα και την αγάπη που τόσο έχει ανάγκη .Αυτό το σχήμα εκφράζεται στη τελευταία σχέση της Lisi, αλλά το διαπιστώνουμε και αν συγκρίνουμε τις δύο ερωτικές σχέσεις που φαίνονται στη ταινία: στη πρώτη είναι ο ‘θύτης’ και στη δεύτερη το ‘θύμα’ (δες Psychotherapy File για περισσότερα) .
Και ψυχαναλυτικά, όμως, η Lisi μπορεί να εκφράζεται διπολικά και αμφιθυμικά προς τον ερωτικό σύντροφο γιατί μεταβιβαστικά τον ταυτίζει με τον πατέρα της που την απέρριψε. Επιπλέον, μπορεί να φοβάται ότι θα την απορρίψει οποιοσδήποτε άνδρας, όπως και ο πατέρας της που ως σύζυγος εγκατέλειψε την μητέρα της, με την οποία ταυτίζεται προβολικά .Άρα, έχουμε διπλό ζήτημα: απών πατέρας αλλά και απών σύζυγος, κάτι που κάνει πιο έντονους τους φόβους απόρριψης της Lisi από τους ερωτικούς της συντρόφους .


8.Φιλικές σχέσεις:

Η Lisi έχει μια πολύ καλή φίλη όσο σπουδάζει .Η Lisi μετά από κάποιο σημείο αρχίζει να έχει παθητικοεπιθετική ή άμεσα επιθετική συμπεριφορά προς την κολλητή της .Νιώθει πολλές φορές αμφιθυμικά απέναντί της ενώ την θεωρεί και υπεύθυνη για πολλές κακοτυχίες της (εξωτερικό κέντρο ελέγχου), όταν για παράδειγμα την κατηγορεί ότι ‘την πέφτει’ στο αγόρι της. Ιδιαίτερη αίσθηση προκαλεί η σκηνή με την προβολική ταύτιση της Lisi προς την κολλητή της: η Lisi με δραματικό και θεατρικό ύφος υποτιμά και εξευτιλίζει την κολλητή της, δημιουργώντας μια εικόνα που μάλλον ταιριάζει στον εαυτό της.
Η ταύτιση λύνεται όταν η κολλητή της, τής λέει πως δεν προσβλήθηκε απ’ αυτά που άκουσε αλλά λυπάται πολύ για την παθολογική κατάσταση της Lisi-φίλης της, η οποία πια ξεσπά σε κλάματα αδύναμη .
Θα λέγαμε ότι και στο επίπεδο των φιλικών σχέσεων, μπορεί να γίνει προσέγγιση CAT σχετικά με το δίλλημα-ρόλο ‘θύτης ή θύμα’ που υιοθετεί η Lisi και που εντείνει την (παθητικο) επιθετική της συμπεριφορά (δες Psychotherapy File για περισσότερα) .


9.Η σχέση της Elisabeth με την ψυχοθεραπεία:

Αρχικά η Lisi είναι πολύ αρνητική στη θεραπεία .Έψαχνε οργανικό πρόβλημα για να αιτιο(‘δικαιο’)λογήσει την κατάστασή της. Τελικά, άρχισε θεραπεία με τον λόγο ότι ‘δε μπορεί πλέον να γράψει’, καθόλου τυχαίο το χρονικό σημείο, αφού το γράψιμό της ήταν τελικά το σπουδαίο μέσο επικοινωνίας με τον εαυτό της και τους σημαντικούς άλλους ενώ συγχρόνως η έναρξη θεραπείας, αυτή καθ’ αυτή, αποτελεί σημαντικό (και θεραπευτικό) παράγοντα διαφοροποίησης μάνας-κόρης, αφού η μάνα ποτέ δεν δέχτηκε θεραπεία για την παθολογία που τελικά ‘δώρισε’ στη κόρη της .
Για την Lisi το γράψιμο ήταν αυτό που την έκανε σημαντική και την καθιστούσε καθρέφτη της μάνας της, κάτι που τελικά διατηρούσε την παθολογική κατάσταση στο σπίτι και προκάλεσε το εξής σχήμα στην Lisi: ’Αν δεν πετύχω οι άλλοι (και κυρίως η μάνα μου) δε θα με αγαπούν, αν πετύχω οι άλλοι (και κυρίως η μάνα μου) θα με αγαπούν’- Και αναρωτιόμαστε: αν πετύχαινε στο γράψιμο οι άλλοι θα την αγαπούσαν σίγουρα ή θα την αγαπούσαν με τον τρόπο που η ηρωϊδα θα ήθελε; αν δε πετύχαινε σ’ αυτό το κομμάτι θα ήταν δικαιολογημένη η απουσία σημαντικών ανθρώπων από κοντά της; πρόκειται για έναν πολυπαραγοντικό τρόπο σκέψης (ή ‘σχήμα’ κατά την καθαρά γνωσιακή προσέγγιση) : λειτουργεί ως ‘δίλημμα’(‘dilemma’) της Lisi που τελικά την ‘παγιδεύει’ (‘trap’) στις επιθυμίες των άλλων και κυρίως της οικογένειάς της, η οποία μέσα από διπλά μηνύματα οδηγεί την Lisi στο να προκαλεί στον εαυτό της‘αυτοσαμποτάζ’(‘snag’).

-Psychotherapy File :

Σύμφωνα με το μοντέλο της CAT, η Lisi φαίνεται να έχει τα εξής διλήμματα (ο βαθμός δεν είναι ίδιος):
-Σε σχέση με επιλογές του εαυτού:
α) Αν προσπαθώ να είμαι τέλεια, μελαγχολώ και θυμώνω, αν δεν προσπαθώ να είμαι τέλεια, νιώθω ένοχη, θυμωμένη και ανικανοποίητη .
β) Αν δεν πρέπει να κάνω κάτι, τότε θα το κάνω .Φαίνεται ότι η μόνη απόδειξη της ύπαρξής μου είναι η αντίσταση .Οι κανόνες που θέτουν οι άλλοι, ακόμα και οι δικοί μου, μου φαίνονται πολύ περιοριστικοί, έτσι τους καταστρατηγώ και κάνω πράγματα που με βλάπτουν .
γ) Αν γίνεται το δικό μου νιώθω ένοχη και παιδαριώδης .Αν δε γίνεται το δικό μου απογοητεύομαι, θυμώνω και μελαγχολώ .
δ) Ή κρατώ τα πάντα (συναισθήματα, σχέδια, σχέσεις ) σε απόλυτο έλεγχο ή φοβάμαι πως θα υπάρξει τεράστιο μπέρδεμα στα πάντα .

-Σε σχέση με τους άλλους:

α) Με τους άλλους ή νιώθω ασφάλεια δημιουργώντας ένα κλίμα απόλυτης ευδαιμονίας, ή είμαι σε διαρκή αντιπαράθεση .Αν είμαι σε αντιπαράθεση τότε είμαι τύραννος ή θύμα .
β) Ή καταφρονώ τους άλλους ανθρώπους, ή αισθάνομαι ότι αυτοί με καταφρονούν .
γ) Ή στηρίζομαι στο θαυμασμό των άλλων τους οποίους και εγώ θαυμάζω, ή νιώθω εκτεθειμένη .Αν είμαι εκτεθειμένη, τότε ή περιφρονώ τους άλλους, ή νιώθω ότι αυτοί με περιφρονούν .
δ) Όταν συνδέομαι με κάποιον από τον οποίο εξαρτώμαι, τότε πρέπει να υποταχθώ σ’ αυτόν, ή να υποταχθεί αυτός σε μένα .

-Παγίδες ( όχι όλες στον ίδιο βαθμό):
α) Καταθλιπτική σκέψη
β) Φόβος μήπως βλάψω τους άλλους (γι’ αυτό και η Lisi έχει χάσει την διεκδικητικότητά της, απεναντίας είναι πολύ επιθετική) .
γ) Χαμηλή αυτοεκτίμηση


-Snags: α) Επειδή φοβάμαι τις αντιδράσεις των άλλων (π. χ. ‘της οικογένειάς μου’) πρέπει να σαμποτάρω την επιτυχία 1) γιατί σαν να τη στερούνται οι άλλοι (‘ίσως η μάνα μου που τόσο την ήθελε’), 2)γιατί σαν οι άλλοι να μπορεί να με φθονήσουν(‘ίσως η μάνα μου’), ή 3)σαν να μην υπάρχουν αρκετά καλά πράγματα γύρω μου να διαλέξω .

-Δύσκολες και ασταθείς ψυχικές καταστάσεις:
α) Το πώς νιώθω για τον εαυτό μου και τους άλλους μπορεί να μην είναι σταθερό: Αλλάζω απότομα από τη μια ψυχική κατάσταση σε κάποια άλλη ολότελα διαφορετική .
β) Έντονα, ακραία και ανεξέλεγκτα συναισθήματα
γ) Συναισθηματικό κενό, αίσθηση αποπροσωποποίησης ή μπερδέματος
δ) Ενοχή ή θυμός για τον εαυτό μου, αυτοτραυματισμοί
ε) Έλλειψη εμπιστοσύνης στους άλλους, ‘θα με βλάψουν…’
ζ) Αδικαιολόγητος θυμός προς τους άλλους
( η) Η λύση σε συναισθήματα που με μπερδεύουν είναι να τα ξεγράψω και να αποκοπώ από αυτά )

Μετά από ένα σημείο της θεραπευτικής διαδικασίας, η θεραπεύτρια προτείνει την χορήγηση φαρμακοθεραπείας γιατί αλλιώς ‘η Lisi θα βγει εκτός ελέγχου’ .Η Lisi αντιδρά αλλά τελικά δέχεται .Μετά από ένα διάστημα εξομολογείται στη θεραπεύτριά της ότι νιώθει σαφώς καλύτερα από τότε που άρχισε τα φάρμακα αλλά ‘δεν είναι αυτή που ήτανε’…Προσπαθώντας, λοιπόν, να βρει ένα συνδετικό κρίκο με το παθολογικό παρελθόν της, στο γράψιμό της αναφέρεται στον ίδιο της τον εαυτό (‘suicide’-τελευταία σκηνή όπου πληκτρολογεί στο pc) σταματώντας ίσως έτσι τις προβολικές ταυτίσεις που έκανε στο παρελθόν, βρίσκοντας, όμως, έτσι καινούριες ισορροπίες, απαραίτητες για την ίδια …


10.Απόπειρα διάγνωσης:

Στο σημείο αυτό θα κάνουμε μια απόπειρα διάγνωσης αν και οι δυσκολίες είναι αρκετές, καθώς δεν έχουμε την δυνατότητα να πάρουμε περισσότερες κλινικές πληροφορίες για την ασθενή .Θα χρησιμοποιήσουμε την συμπτωματολογία που μας δίνει η ταινία και το DSM-IV που είναι κοινός οδηγός διάγνωσης για όσους ασχολούνται με την ψυχική υγεία .
Με βάση όσα ειπώθηκαν (συμπτωματολογία και Psychotherapy File κατά CAT) και όσα θα ακολουθήσουν καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η Lisi έχει οριακή διαταραχή της προσωπικότητας σε συννοσηρότητα με διπολική διαταραχή της διάθεσης (κυκλοθυμική) και κατάχρηση ουσιών .


-Οριακή διαταραχή της προσωπικότητας:

Καταρχάς, έχουμε ύπαρξη διαταραχής προσωπικότητας, καθώς η Lisi έχει παγιώσει συγκεκριμένα πρότυπα συμπεριφοράς (προβλέψιμα και σταθερά) στη καθημερινή της ζωή, στην οικογένεια, στα ερωτικά, στις κοινωνικές σχέσεις, στα ακαδημαϊκά θέματα... Σε αυτούς τους τομείς υπάρχει δυσλειτουργία και έκπτωση, έξω από το εύρος των περισσότερων ανθρώπων, ενώ το υποκειμενικό αίσθημα δυσφορίας είναι υπαρκτό .
Η Lisi έχει προβλήματα αποχωρισμού και ατομικότητας, προβληματικές διαπροσωπικές σχέσεις, προβλήματα ελέγχου συναισθημάτων (παρορμητικότητα) και αστάθεια σχετικά με την εικόνα εαυτού .
Συγκεκριμένα, προσπαθεί πολλές φορές να αποφύγει φαντασιωτικά την πραγματικότητα (γράψιμο, ουσίες, παραληρητικές ιδέες στο σεξ…), λειτουργεί διπολικά στις διαπροσωπικές σχέσεις της, οικογενειακές, ερωτικές και φιλικές, είτε εξιδανικεύοντας είτε απαξιώνοντας, έχει ασταθή εικόνα για τον εαυτό της, έχει αυτοκαταστροφική συμπεριφορά στο θέμα του σεξ και της κατάχρησης ουσιών, έχει αυτοκτονικούς ιδεασμούς και υποτροπιάζουσα αυτοκτονική συμπεριφορά, συναισθηματική αστάθεια, έντονο θυμό ή δυσκολία στον έλεγχό του (καυγάδες με μητέρα, εραστή και κολλητή ) και τέλος παρανοϊκές ιδέες, για παράδειγμα νομίζει ότι ο εραστής της την απατά με την κολλητή της χωρίς να έχει στοιχεία για κάτι τέτοιο .Τηρεί, λοιπόν, όλα σχεδόν τα διαγνωστικά κριτήρια του DSM-IV που αφορούν την οριακή διαταραχή της προσωπικότητας .
Επιπλέον, η Lisi εκδηλώνει συχνά οργή προς πρόσωπα για τα οποία έχει αμφιθυμικά ή θετικά συναισθήματα (μάνα, πατέρας, κολλητή, εραστής) και δεν τα αναγνωρίζει .Υπάρχουν, κατά την Lisi, αυτοί που την ‘αγαπούν’ και αυτοί που την ‘μισούν’ ή τα ίδια πρόσωπα πότε την ‘αγαπούν’ και πότε την ‘μισούν’ (σχάση) .Έτσι νιώθει βασικά (και) αυτή για αυτούς και μέσω προβολικής ταύτισης προσπαθεί να βρει ισορροπίες που, όμως, έχουν αρχίσει να κλονίζονται .Από τη μια, εκφράζει στους γύρω της, και κυρίως στη μάνα της, επιθετικότητα και απαξίωση και από την άλλη, επιθυμία προσέγγισης και εξιδανίκευση .Οι εναλλαγές είναι γρήγορες .Το Εγώ είναι δυσλειτουργικό, υπάρχει απέχθεια και αστάθεια για την εικόνα του εαυτού και έντονοι φόβοι απόρριψης απ ‘τους γύρω της, και όλα αυτά γιατί η Lisi δεν έχει περάσει επιτυχώς την φάση του αποχωρισμού (από την οικογένεια-κυρίως τη μητέρα της) – εξατομίκευσης (θεωρία Mahler) .Κάθε προσπάθεια της Lisi να ‘απογαλακτιστεί’ και να απαλλαχτεί από τον ρόλο του ‘παιδιού’ ή του ‘έφηβου’ και να περάσει σε αυτόν του ‘ενήλικα’, θα δημιουργούσε αισθήματα ενοχής προς την μητέρα της, αφού δε θα της άφηνε έτσι ελεύθερο το πεδίο για τις δικές της προβολικές ταυτίσεις . Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι το προφίλ της Lisi παραπέμπει σε μια οριακή προσωπικότητα .



Διαφορική διάγνωση:

· Ψύχωση: Η αίσθηση απώλειας της πραγματικότητας θα ήταν διαρκής και πιο έντονη .
· Διαταραχή της διάθεσης: Υπάρχει συννοσηρότητα με διπολική διαταραχή της διάθεσης .
· Μεταβολή προσωπικότητας λόγω σωματικής νόσου: Δεν υπάρχει σωματική νόσος .
· Σχιζότυπη διαταραχή προσωπικότητας: Οι συναισθηματικές εκδηλώσεις θα ήταν λιγότερο έντονες .
· Αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας: Θα είχε πιο βαριά έκπτωση στην ηθική συνείδηση και στην δυνατότητα δημιουργίας σχέσεων .
· Ιστριονική διαταραχή προσωπικότητας: Δε θα υπήρχε τόσο έντονος ο αυτοκτονικός ϊδεασμός και η αυτοκαταστροφική συμπεριφορά, ενώ οι σχέσεις της Lisi θα ήταν πιο σταθερές .
· Ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας: Θα είχε σταθερότερη ταυτότητα .Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν έντονα ναρκισσιστικά σχήματα που μπορεί, όμως, να συνδέονται περισσότερο με τις περιόδους υπομανίας ή απλά να έχουν ενσωματωθεί στο ψυχολογικό προφίλ της Lisi μαζί με την υπόλοιπη συμπτωματολογία .
· Εξαρτητική διαταραχή προσωπικότητας: Θα είχε πιο σταθερούς προσωπικούς δεσμούς .
· Παρανοειδής διαταραχή προσωπικότητας: Η καχυποψία θα ήταν πιο ακραία και πιο σταθερή. Στην Lisi εμφανίζεται μόνο στη σχέση της με τον εραστή της .

-Διπολική διαταραχή του συναισθήματος (κυκλοθυμική):

Καταρχάς, υπάρχει διαταραχή της διάθεσης γιατί υπάρχει ‘περίεργη’ και αρνητική συναισθηματική εμπλοκή της Lisi στην εικόνα του εαυτού, των άλλων και του γενικότερου περιβάλλοντος .Υπάρχει έκπτωση στους τομείς ζωής που επηρεάζει και η οριακή διαταραχή της .Η διαταραχή της διάθεσής της πυροδοτήθηκε, κυρίως, μόλις η Lisi παρουσίασε ανικανότητα στο γράψιμό της. Παράλληλα, υπάρχουν και φυσιολογικά συμπτώματα- κυρίως διαταραχές ύπνου, libido και ενεργητικότητας .
Η διαταραχή του συναισθήματος φαίνεται να είναι η κυκλοθυμική, είδος διπολικής διαταραχής. Υπάρχουν συχνές και έντονες εναλλαγές ανάμεσα σε περιόδους κατάθλιψης μέτριας βαρύτητας και περιόδους υπομανίας, ίσως και μέτριας μανίας .Συνήθως, προσβάλλει στην πρώϊμη ενήλικη ζωή που ανήκει η Lisi και συνυπάρχει με κατάχρηση ουσιών, γεγονός που ισχύει .Από τη μία, λοιπόν, η Lisi σε καταθλιπτικές φάσεις εκφράζει μελαγχολία, άγχος και αναζήτηση βοήθειας (από πατέρα, μάνα, εραστή ή κολλητή) και από την άλλη στις υπομανιακές της φάσεις, εκφράζει υπερβολική και αδικαιολόγητη ευθυμία και εχθρότητα (κυρίως προς μητέρα και κολλητή-γυναικείες φιγούρες) . Από τη μια, εκφράζει έντονες κρίσεις κλάματος ή και από την άλλη στιγμιαία δάκρυα, αδικαιολόγητα ίσως, με υπομανιακό περιεχόμενο .Από την μια, εκφράζει πολύ χαμηλή αυτοπεποίθηση και αυτοεπιθετικότητα και από την άλλη, αίσθηση μεγαλείου και καυχησιολογίας .
Το τελευταίο το παρατηρήσαμε κυρίως στην ενασχόλησή της με το γράψιμο, όπου η υπομανιακή της συμπεριφορά είναι πολύ φανερή και άσχετη ίσως στις περιπτώσεις αυτές με την κατάχρηση ουσιών, κάτι που μας κάνει να έχουμε διάγνωση διπολικής διαταραχής και όχι μονοπολικής .Από τη μια, εκφράζεται απώλεια ενδιαφέροντος για τις συνήθεις δραστηριότητες-πόσο μέλλον για νέες-, απώλεια συναισθηματικών δεσμών, κοινωνική απομόνωση και από την άλλη, αυξημένο ενδιαφέρον για νέες δραστηριότητες, νέους ανθρώπους και ενασχολήσεις (η Lisi σε party με ουσίες που καταλήγουν σε σεξουαλικές επαφές), σεξουαλικές αδιακρισίες κ. α. Από τη μια, αίσθηση απελπισίας και αύξηση εξαρτητικότητας (ουσίες και εραστής της) και από την άλλη υπέρμετρη αίσθηση ανεξαρτησίας (ο τρόπος που απομακρύνθηκε από τον πρώτο της εραστή) .Από τη μια, ψυχοκινητική επιβράδυνση και αίσθηση κούρασης (ας προστεθούν εδώ οι υπερυπνίες της Lisi) και από την άλλη, ψυχοκινητική επιτάγχυνση και αίσθηση ευεξίας (ας προστεθούν εδώ οι αϋπνίες και η ένταση με την οποία κάποιες φορές έγραφε) .Από τη μια, μηδενιστικές απόψεις για το σεξ, ίσως λόγω χαμηλής libido, και από την άλλη υπέρμετρο σεξουαλικό ενδιαφέρον και μανιακές παραληρητικές ιδέες εξουσίας κατά τη διάρκεια σεξουαλικών επαφών της Lisi με τον σύντροφό της.Τηρούνται, λοιπόν, τα περισσότερα κριτήρια κατά DSM-IV .
Εδώ θα κάνουμε μια προσπάθεια να συνδέσουμε την γνωσιακή προσέγγιση με την ψυχοδυναμική. Μιλώντας για την κατάθλιψη, ο γνωσιακός Aaron Beck αναφέρεται στη γνωσιακή τριάδα: 1) αρνητική εικόνα εαυτού ( σχήμα Lisi: ‘τα πράγματα πάνε άσχημα επειδή εγώ φταίω, είμαι άχρηστη’ ), 2) αρνητική εικόνα σχέσεων με άλλους ( σχήμα Lisi: ‘δεν θα τα πάω καλά ποτέ με τους άλλους ή γιατί δεν το αξίζω ή γιατί δεν με καταλαβαίνουν’ ) και 3) αρνητική εικόνα για το μέλλον – απελπισία ( σχήμα Lisi: ‘δε θα πάει τίποτα καλά από δω και πέρα’ ) . Πρόκειται για την θεωρία της μαθημένης αβοηθησίας που αποδίδει την κατάθλιψη στην αδυναμία και απροθυμία του ατόμου να ελέγχει τα γεγονότα .
Σχετικά τώρα με τις υπομανιακές περιόδους της Lisi, έρχεται η ψυχανάλυση για να μας πει πως η μανία και η ευφορία λειτουργούν ως άμυνες απέναντι στην κατάθλιψη .Το άκαμπτο Υπερεγώ της Lisi, για το οποίο ευθύνεται κυρίως η οικογένειά της, τιμωρεί την Lisi με αισθήματα ενοχής για της ασυνείδητες επιθετικές και σεξουαλικές της ενορμήσεις, βρίσκοντας λύση σε (υπο)μανιακές εκδηλώσεις συμπεριφοράς .

Διαφορική διάγνωση:

· Διαταραχή της διάθεσης λόγω σωματικής νόσου: Δεν υπάρχει σωματική νόσος .
· Διαταραχή της διάθεσης λόγω ουσιών: Υπάρχει συννοσηρότητα (θα συζητηθεί αργότερα) .
· Σχιζοφρένεια: Οι παραληρητικές ιδέες και οι ψευδαισθήσεις είναι συμβατές με την διπολική διαταραχή και η συχνότητα και η έντασή τους δικαιολογούνται από αυτή αλλά και από την κατάχρηση ουσιών .Ακόμη, η Lisi δεν έχει έντονη παρεμβολή σκέψης ή αίσθηση εκπομπής σκέψης, ούτε έντονη αίσθηση απώλειας της πραγματικότητας, όπως στη σχιζοφρένεια .
· Πένθος: Η Lisi θα είχε λιγότερα και λιγότερο έντονα συμπτώματα, ενώ δε θα υπήρχε έντονος αυτοκτονικός ϊδεασμός και αυτοκαταστροφική συμπεριφορά-αυτοτραυματισμοί .
· Διαταραχές προσωπικότητας: Υπάρχει συννοσηρότητα με οριακή διαταραχή της προσωπικότητας .
· Σχιζοσυναισθηματική διαταραχή: Θα υπήρχαν πολλά και έντονα συμπτώματα σχιζοφρένειας.
· Διαταραχή προσαρμογής με καταθλιπτική διάθεση: Θα υπήρχε ύφεση, τα συμπτώματα θα ήταν λιγότερα και λιγότερο έντονα ενώ η δυσλειτουργία δε θα επηρέαζε τόσο και τόσους τομείς ζωής της Lisi .
· Διαταραχές του ύπνου: Υπάρχουν πολλά άλλα συμπτώματα ώστε να μη μπορούμε να μιλάμε για διαταραχές ύπνου διαγνωστικά, λειτουργούν ως συμπτώματα της διπολικής διαταραχής της διάθεσης .
· Διαταραχές άγχους: Σίγουρα η Lisi εκδηλώνει άγχος, αλλά δικαιολογείται από την διπολική της διαταραχή .Η εναλλαγή καταθλιπτικών και υπομανιακών σταδίων προκαλεί έντονο άγχος, το οποίο, όμως, συνοδεύει την ψυχοπαθολογία της, δεν την ορίζει .

-Κατάχρηση ουσιών:

Όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο, η Lisi έχει ζήτημα με την κατάχρηση ουσιών .
Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι δεν θα χρειαζόταν να γίνει διάγνωση ξεχωριστή, και να θεωρηθεί απλά σύμπτωμα της υπόλοιπης ψυχοπαθολογίας της Lisi .Έτσι όμως, δε θα το παίρναμε ως ξεχωριστό κομμάτι της Lisi και δε θα μπορούσαμε να ελέγξουμε πώς σχετίζεται με την μανιοκαταθλιπτική και την οριακή της διαταραχή .Την εντείνει ή απλά την συνοδεύει; Οι παραληρητικές ιδέες της Lisi σχετίζονται κυρίως με τη κατάχρηση ή όχι; Η αντιμετώπιση, λοιπόν, της κατάχρησης ουσιών ως διαγνωστικό κομμάτι της Lisi βοηθά στο να κάνουμε καλύτερη θεραπευτική δουλειά και να αποφύγουμε παγίδες που υποσκιάζουν .Έτσι και αλλιώς, η ύπαρξη διάγνωσης κατάχρησης ουσιών δεν έρχεται σε αντίθεση με διάγνωση οριακής προσωπικότητας ή διπολικής διαταραχής και αδιαμφισβήτητα η κατάχρηση της Lisi παίζει σπουδαίο ρόλο στις παραληρητικές της ιδέες, σε ψευδαισθησιακά και παραισθησιακά στοιχεία, στις παρορμήσεις της, σε αποσυνδετικά συμπτώματα, στη κυκλοθυμία της διάθεσής της κ. α. , αφού από μόνη της μπορεί να προκαλέσει τέτοιου είδους συμπτωματολογία .



Βιβλιογραφία



Ζερβής, Χ. (2001). Ψυχοπαθολογία του ενήλικα, έκδοση β΄. Αθήνα: Ηλεκτρονικές Τέχνες .
Kaplan & Sadock’s, B.& V. (2001). Pocket Handbook of Clinical Psychiatry, third edition (based
on DSM-IV-TR). Philadelphia: Lippincott Williams & Wilkins .
Ryle, A. (1993). Cognitive-Analytic Therapy: Active Participation in Change. England: John Wiley
& Sons Ltd .
Ryle, A. & Kerr, I. B. (2002). Introducing Cognitive Analytic Therapy: Principles and Practice.
England: John Wiley & Sons Ltd .

Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2009

'A dream of her'. το όνειρο-δώρο μέλους θεραπευτικής ομάδας προς την ομάδα της- Η σημαντικότητα της ομαδικής θεραπείας...


‘Χτες βράδυ ονειρεύτηκα ότι κάτι στο σπίτι κατέρρεε…Νομίζω ότι είναι ο πίσω τοίχος και ένα κομμάτι της οροφής. Δεν είμαι φοβισμένη, απλά περίεργη. Πηγαίνω να δω…Βλέπω την οροφήνα στέκεται καλά και μια μεγάλη τρύπα στον τοίχο, την οποία διαπερνώ. Οδηγούμαι σε ένα όμορφο πάρκο, όπου κόσμος κάνει βόλτες, γελά ασταμάτητα και διασκεδάζει.
Ο ήλιος λάμπει και αρχίζω να συμμετέχω και εγώ στη χαρά…’ ….Προσέθεσε τότε με ένα χαμόγελο προς την ομάδα της: ‘Ίσως ήσασταν εσείς εκεί….’

‘Bringing therapy to an end…’
(Behr,H. &Hearst,L.,2005)

existential loneliness...

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2009

REQUIEM FOR A DREAM- a cognitive analytic attempt...



(επιμέλεια: Χουτοχρήστος Βαλάντης -ψυχολόγος)



1.Περίληψη της ταινίας

Η ταινία που θα αναλύσουμε αφορά τις ιστορίες τεσσάρων ατόμων, που μόνο τραγικές φιγούρες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Μια μάνα, η Σάρα, που ποτέ δεν μπόρεσε να αποδεχτεί τον ίδιο της τον εαυτό, δεν αποδέχεται και τον ίδιο της τον γιό, τον Χάρυ. Ο Χάρυ καταλήγει να είναι εξαρτημένος από τοξικές ουσίες ξεκινώντας ένα ταξίδι περιπετειών που δεν έχει στάσεις και προορισμό. Μαζί του σε αυτό, ο κολλητός του φίλος και η ερωμένη του Μάριον που βρίσκει, μέσα από την ποικιλόμορφη αυτoκαταστροφή, διέξοδο στην συναισθηματική ανασφάλεια και μη αποδοχή που της έδινε το σπίτι της, μαζί με την οικονομική κάλυψη που της παρείχε. Χάρυ και Μάριον επαναλαμβάνουν το παιχνίδι των ρόλων που τόσο καλά είχαν μάθει να παίζουν από παιδιά με τους γονείς τους ενισχύοντας το χάος και την αυτοκαταστροφή τους, που έχει το όνομα Εξάρτηση. Αυτή, σε όλα τα επίπεδα, είναι και το κοινό σημείο όλων των ηρώων της ταινίας που τους φέρνει αρκετά κοντά επιφανειακά γιατί τους ταυτίζει, αλλά εν τέλει τους διώχνει τόσο μακριά που τους απομονώνει, αφήνοντας τον καθένα μόνο του να βιώνει τον Γολγοθά του.

2. Θεωρητική εισαγωγή των ‘ανταποδοτικών ρόλων’ (‘reciprocal roles’)

Η Γνωσιακή Αναλυτική ψυχοθεραπεία δίνει μεγάλη έμφαση στην θεωρία των ανταποδοτικών ρόλων (‘reciprocal roles’) (Ryle & Kerr, 2002). Μέσα από την θεωρία αυτή προσπαθεί να συνδέσει το παρόν του ασθενούς με το παρελθόν του, και κυρίως με την κατάσταση που επικρατούσε στο οικογενειακό του σύστημα, αλλά και τους ρόλους που είχε μέσα σε αυτό ως παιδί και τελικά συνέχισε και έξω από αυτό ως ενήλικας. Η θεωρία αυτή έχει βασιστεί κυρίως στο έργο του γνωσιακού αναλυτή A. Ryle αλλά έχει επηρεαστεί και από άλλες θεωρίες, όπως την θεωρία των αντικειμενοτρόπων σχέσεων (Object Relations Theory), την θεωρία του Vygotsky (Ryle, 1994) και την θεωρία του συγγραφέα Bakthin (Leiman, 1997).
Κατά την διάρκεια της παιδικής του ηλικίας το άτομο- ασθενής είχε συγκεκριμένες συμπεριφορές και ρόλους με τους οποίους αλληλεπιδρούσε με τους γονείς του, και κυρίως με την μητέρα του. Κάθε συγκεκριμένη συμπεριφορά- ρόλος είχε ως απάντηση μια συγκεκριμένη συμπεριφορά- ρόλο από τον γονέα (Ryle, 1993) .Για παράδειγμα, θα μπορούσαν σε ένα οικογενειακό σύστημα να αλληλεπιδρούν ένας γονέας- θύτης και ένα παιδί- θύμα ή και το αντίστροφο, ένας επικριτικός γονέας με ένα απολογητικό παιδί ή και το αντίστροφο. Οι μορφές τέτοιων ειδών αλληλεπιδράσεων μαθαίνονται σιγά σιγά, αφού σε κάτι τέτοιο βοηθά και η επανάληψη που σκοπό έχει να διατηρήσει μια συγκεκριμένη κατάσταση- μάλλον παθολογική- με την μορφή δευτερογενούς όφελους, η οποία όμως στο μέλλον θα γεννήσει στο άτομο- ασθενή πολλές εμπλοκές (snags) που θα δυσκολέψουν αρκετά την διαπροσωπική του ζωή (Ryle, 1979).
Έτσι, ο ενήλικας πια ασθενής, έχοντας μάθει από την παιδική του ηλικία να παίζει συγκεκριμένους ανταποδοτικούς ρόλους, τους επαναλαμβάνει στις διαπροσωπικές του σχέσεις και τελικά τους ενισχύει, μέσα από την διαδικασία των γνωσιακών αναλυτικών διλημμάτων, των παγίδων και των εμπλοκών (Potter, 2004), αντιμετωπίζοντας συνεχώς αδιέξοδα και φαύλους κύκλους. Όταν χαρακτηρίζουμε αυτούς τους ρόλους ‘ανταποδοτικούς’ (Ryle &Kerr, 2002) δεν εννοούμε τίποτα άλλο από το ότι ο ασθενής παίρνοντας έναν συγκεκριμένο ρόλο στη σχέση του με κάποιον άλλο (ή και τον ίδιο του τον εαυτό) έχει μάθει με την συμπεριφορά του, και μέσα από μια διαδικασία ‘αυτοεκπληρούμενης προφητείας’, να λαμβάνει από τον άλλο τον αντίστοιχο, κατάλληλο και απόλυτα ταιριαστό ρόλο ώστε να επικρατήσει ένα ζεύγος ανταποδοτικών ρόλων που του ήταν γνωστό από παλιά (familiar condition). Αν δεν γίνει κάτι τέτοιο, το πιο πιθανό είναι ο ασθενής να θυμώσει (unfamiliar condition) και να δραπετεύσει από την τόσο άγνωστη διαπροσωπική σχέση, διατηρώντας όμως την παθολογικότητα της καθημερινότητάς του.
Εδώ, πρέπει εν συντομία να αναφερθούμε σε κάποιες βασικές ιδιότητες των ανταποδοτικών ρόλων, αναφορά απαραίτητη για την κατανόηση των ανταποδοτικών ρόλων που έχουν οι ήρωες της ταινίας που θα αναλύσουμε. Ο ασθενής στις διαπροσωπικές σχέσεις του μπορεί να επαναλάβει τον ανταποδοτικό ρόλο που είχε ο ίδιος ως παιδί (‘child- derived role’) εκλύοντας από τον άλλο τον αντίστοιχο γονεϊκό μεταβιβάζοντας ίσως ή να επαναλάβει τον γονεικό ανταποδοτικό ρόλο (‘parent- derived role’) εκλύοντας από τον άλλο των αντίστοιχο δικό του παιδικόμορφο, ίσως προβολικά ταυτιζόμενος με το παιδικό κομμάτι του άλλου (Ryle, 1994). Από όπου και αν προέρχεται η κατευθυντική αυτή ‘φωνή’ (Bakthin) (Leiman, 1997), είτε είναι γονεϊκή είτε παιδικόμορφη, το σίγουρο είναι ότι η προβληματικότητα της κατάστασης διαιωνίζεται. Ακόμη, σημαντική παρατήρηση είναι η ακόλουθη. Οι ανταποδοτικοί ρόλοι δε λειτουργούν μόνο διαπροσωπικά (external- self to other/ other to self) αλλά και ανάμεσα σε self states του ίδιου του ασθενούς (internal- self to self) (Ryle, 1993), όπου σε αυτή την κατάσταση, αν υπάρχει και η παρουσία του άλλου, ο θυμός με τον εαυτό και η αυτοτιμωρία ενισχύεται λόγω της λειτουργίας της προβολικής ταύτισης, κάτι που φαίνεται και από τον βαθμό της εξάρτησης όλων των ηρώων της ταινίας. Οπότε υπάρχει η πιθανότητα ένα ζεύγος ανταποδοτικών ρόλων να λειτουργεί και εσωτερικά και εξωτερικά κάνοντας την κατάσταση δυσκολότερη σε αυτή την περίπτωση. Πάντως, σε όλες τις περιπτώσεις, όταν η μεταβίβαση και η προβολική ταύτιση συνυπάρχουν, ο φαύλος κύκλος ενισχύεται, όπως και τα αρνητικά συναισθήματα.
Τέλος, αξίζει να αναφερθούμε στο ρόλο που πρέπει να έχει ο γνωσιακός αναλυτής, που στο τέλος μόνο ανταποδοτικός δεν θα πρέπει να χαρακτηρίζεται. Ο θεραπευτής καλό θα είναι από την αρχή της θεραπείας, ιδίως αν πρόκειται για κάποια διαταραχή προσωπικότητας, να προετοιμάσει τον ασθενή με κάποιο τρόπο, όπως με μια αναφορά στο Γράμμα Αναδιαμόρφωσης (Donias, 1993), ότι υπάρχει μεγάλη περίπτωση να φέρει στο θεραπευτικό δωμάτιο ο ίδιος τους ανταποδοτικούς του ρόλους που παίζει έξω από αυτό, με σκοπό να ξεκινήσει ένα παιχνίδι στο οποίο θα είναι επιθυμητή, ίσως και απαραίτητη, η συμμετοχή του θεραπευτή. Ο θεραπευτής πρέπει μέσω τεχνικών να αναδύσει τους ανταποδοτικούς ρόλους που έχει μάθει να παίζει ο ασθενής, ίσως αρχικά να τους εκλύσει και ο ίδιος αν διαισθανθεί ποιοί είναι αυτοί, αλλά σε καμία περίπτωση να μη τους πάρει, να μην εμπλακεί (collusion) σε αυτούς. Συνεχής στόχος του θα πρέπει να είναι η ανάδυση των ρόλων του ασθενούς, η παρεμπόδιση κάθε αντιμεταβίβασης ή προβολικής ταύτισης, και τελικά η αυτοσυνειδητοποίηση του ασθενούς ότι μπορεί να συνυπάρξει και να σχετιστεί με άλλους ανθρώπους με ρόλους νέους (Bennett, 1994), που θα γνωρίσει ‘χρησιμοποιώντας’ τον θεραπευτή- ή σε θεραπευτική ομάδα, και τα άλλα μέλη. Η συνεχής εποπτεία κρίνεται απαραίτητη γιατί η δυσκολία τέτοιων καταστάσεων είναι αρκετά μεγάλη και η εμπλοκή ίσως είναι καταστροφική, ιδίως για έναν νέο θεραπευτή.

3. Η πορεία προς το Όνειρο…(‘for a Dream’)… που έγινε Θρήνος (‘Requiem…’)- Οι ανταποδοτικοί ρόλοι (‘reciprocal roles’) των ηρώων της ταινίας…


Α) Σάρα και Χάρυ : Αναποτελεσματικός φροντιστής και Ανασφαλής φροντιζόμενος

-Πλαίσιο γένεσης και εξέλιξης ανταποδοτικών ρόλων:

Πατέρας και σύζυγος απών, μητέρα μόνη με ανάγκη για αποδοχή φροντίδας από γιο αλλά και παροχή φροντίδας προς αυτόν. Γιος, εξαρτημένος από ουσίες, ανίκανος να φροντίσει την μητέρα του και τον ίδιο του τον εαυτό. Η μητέρα, καθώς δεν δέχεται αγάπη και φροντίδα προσπαθεί μέσα στη μοναξιά της να αποκτήσει αξία για τους γύρω της, θέλει με αυτόν τον τρόπο να γίνει αποδεκτή και να φροντίσει τον γιο της που ποτέ δε μπόρεσε- πράγμα για το οποίο νοιώθει ένοχη (ο γιος της, που πάντα ήθελε επιτυχημένο, χάνεται λόγω της εξάρτησής του), να νοιώσει ο ίδιος περήφανος για αυτή και αυτή ικανή να βρει λόγους για να αισθανθεί περήφανη για αυτόν (‘θέλω να παντρευτείς, να επιτύχεις…να μου φέρεις ένα εγγόνι’ του λεει).
Η ίδια αρχίζει εξαντλητικές δίαιτες μέσω χαπιών προσπαθώντας να γυρίσει τον χρόνο πίσω, τότε που το κόκκινο φόρεμα της έκανε. Συμβολικά και ψυχαναλυτικά εδώ μιλώντας, τα περιττά της κιλά ίσως είναι οι ίδιες της οι ενοχές για όσα δεν μπόρεσε να δώσει στο παιδί της και το κόκκινο φόρεμα η προσπάθεια για μια νέα αρχή με έναν νέο και ιδανικό ρόλο φροντιστή, όχι τόσο αναποτελεσματικού όσο αποδείχτηκε στη σχέση της με τον γιο της, και που επηρέασε, όπως θα δούμε παρακάτω, μια ερωτική του σχέση (αναποτελεσματικός φροντιστής : ‘parent- derived role’)…Το φόρεμα όμως δεν της κάνει πια, είναι ίσως αργά και η κατάσταση έχει ξεφύγει…Κατάληξη; Η καθημερινή εξάρτηση από υπεράριθμα χάπια διαίτης. Ίσως, εδώ βρίσκεται και το μοναδικό σημείο επαφής των δυο, μιας επαφής που τελικά εξυπηρετεί την αυτοτιμωρία και την απόρριψη του ενός από τον άλλο. Η όλη τους επικοινωνία στηρίζεται- εξαρτητικά -στην αναγκαιότητα για παροχή και την αποδοχή φροντίδας. Αυτοί είναι και οι ανταποδοτικοί τους ρόλοι που όμως είναι ελλειμματικοί, προβληματικοί. Εξάλλου το ότι στηρίζονται στην προβολική ταύτιση δυσκολεύει τα πράγματα (Ryle, 1994).
Μέσα από μια διαδικασία ψυχολογικής –και όχι μόνο- εξάρτησης, μάνα και γιος προσπαθούν να κερδίσουν την αποδοχή, την φροντίδα και την αγάπη μέσα από μια επικοινωνία, που δεν γίνεται ουσιαστικά μόνο ανάμεσα στους δύο(self to other/ other to self), αλλά με τον ίδιο τους τον εαυτό (self to self) (Leiman, 1997) φέρνοντας στην επιφάνεια ενοχές, ακάλυπτες ανάγκες, θυμό και αυτοτιμωρία. Πρόκειται για την συνάντηση ενός αναποτελεσματικού φροντιστή και ενός ανασφαλούς φροντιζόμενου (‘child- derived role’), μια συνάντηση ανάμεσα στη μητέρα και τον γιο της, αλλά ίσως και πολύ περισσότερο ανάμεσα σε δυο διαφορετικούς ρόλους του ίδιου τους του εαυτού- η διαδικασία της προβολικής ταύτισης εξάλλου κάτι τέτοιο το καθιστά πιο φανερό και περισσότερο επώδυνο για τους δυο ήρωες. Μάνα και γιος παίρνουν συνεχώς τον έναν ή τον άλλο ρόλο, ή και τους δυο, διατηρώντας έτσι τον φαύλο κύκλο της σχέσης τους.


--- Κοινό ζήτημα μάνας και γιού είναι η αποδοχή, η αποδοχή του ενός από τον άλλο αλλά και από τον ίδιο τους τον εαυτό. Προσπαθούν να την κερδίσουν μέσα από το να φροντίσουν ο ένας τον άλλο ή με το να αποδεχτούν φροντίδα ο ένας από τον άλλο. Τα συναισθήματα όμως που ντύνουν αυτούς τους ρόλους είναι το άγχος ή η χαμηλή αυτοεκτίμηση με αποτέλεσμα να έρχεται η αποτυχία και οι ανταποδοτικοί ρόλοι να είναι τελικά το ζεύγος αναποτελεσματικός φροντιστής- ανασφαλής φροντιζίομενος (δίλημμα: ‘Ή προσπαθώ να φροντίσω αλλά αγχώνομαι (ίσως οι γονείς μου να ζηλέψουν: snag) και αποτυγχάνω ή αναζητώ φροντίδα αλλά έχοντας χαμηλή αυτοεκτίμηση νιώθω ότι δε την αξίζω (snag) και πάλι αποτυγχάνω.’). Οι ανταποδοτικοί ρόλοι οδηγούν σε ενοχές και άγχος ή σε ανασφάλεια και μοναξιά καταλήγοντας σε θυμό ( δίλημμα: ‘Ή θα φροντίσω αναποτελεσματικά γιατί έτσι μπορώ (snag) και θα θυμώνω ή θα με φροντίζουν ανεπαρκώς γιατί αυτό μου αξίζει (snag) και πάλι θα θυμώνω’). O θυμός οδηγεί τους ήρωες σε επιθετικότητα προς τον εαυτό ή τον άλλο καταλήγοντας σε συναισθήματα ενοχών και αβοηθησίας (δίλημμα: ‘Λόγω της αποτυχίας των ρόλων, ή θα επιτίθεμαι στον εαυτό μου με διάφορες ενέργειες καταλήγοντας σε ενοχές και αβοηθησία ή θα επιτίθεμαι στον άλλο με διάφορες ενέργειες καταλήγωντας πάλι σε ενοχές και αβοηθησία’- επίθεση: μόνο έτσι ξέρω να διεκδικώ(;) :snag). Οι ενοχές και η αβοηθησία που νιώθουν οι δύο ήρωες οδηγεί στην αναζήτηση πάλι της αποδοχής με τον φαύλο κύκλο- παγίδα να συνεχίζεται.
Κλασσικές παγίδες (Ryle, 1979): Αν και τα διλήμματα αλλά και ο κύκλος των ανταποδοτικών ρόλων λειτουργούν ως παγίδες ισχύουν και οι εξής:
-Προσπάθεια να ευχαριστήσω (‘trying to please trap’- placation):
Νιώθωντας ανασφαλής και προσπαθώντας να μην δυσαρεστήσω τους άλλους, προσπαθώ να κάνω ό,τι αυτοί θέλουν με αποτέλεσμα: α) να μην με ευχαριστούν ή επιβραβεύουν οι άλλοι με αποτέλεσμα να θυμώνω, να θλίβομαι ή να έχω ενοχές νιώθοντας άσχημα με τον εαυτό μου, β) να χάνω τον έλεγχο, λόγω της ανάγκης μου να ευχαριστώ τους άλλους, και έτσι να αποφεύγω καταστάσεις, να αναβάλλω πράγματα και να απορρίπτω ανθρώπους, κάτι που τους θυμώνει και αυτό ενισχύει την χαμηλή μου αυτοπεποίθηση.
-Καταθλιπτική σκέψη ‘depressed thinking trap’):
Νιώθοντας καταθλιπτικά, όταν ξεκινώ κάτι πιστεύω ότι δεν θα τα καταφέρω. Οι καταθλιπτικές μου σκέψεις έχουν ως αποτέλεσμα να μην αποδίδω όπως θα μπορούσα και έτσι νιώθω πιο καταθλιπτικός.
-Χαμηλή αυτοπεποίθηση (‘low self- esteem trap’):
Μη πιστεύοντας στον εαυτό μου δεν διεκδικώ αυτά που θέλω με τη σκέψη ότι θα τιμωρηθώ, ότι οι άλλοι θα με κατακρίνουν ή θα με περιορίσουν, ότι ό,τι καλό είναι γραφτό να φύγει μακριά μου και ότι για κάποιο λόγο πρέπει να τιμωρήσω τον εαυτό μου. Όλα αυτά οδηγούν στο να έχω χαμηλότερη αυτοπεποίθηση.

B) Χάρυ και Μάριον : Αναποτελεσματικός φροντιστής- Θυμωμένος φροντιζόμενος, Θύτης- Θύμα ( μέσα από το πέρασμα της εξιδανίκευσης στην υποτίμηση)


-Πλαίσιο γένεσης και εξέλιξης ανταποδοτικών ρόλων:

Ο Χάρυ έχει σχέση με κοπέλα που είναι, και αυτή, εξαρτημένη από ουσίες. Το οικογενειακό σύστημα της Μάριον είναι διαταραγμένο, έχει τάσεις φυγής από αυτό. Η σχέση της με τον ήρωα είναι ένα μέσο φυγής. Αναζητά συνεχώς φροντίδα και επιβεβαίωση από αυτόν για να καλύψει ανάγκες που πάντα είχε, και όταν δεν την παίρνει γίνεται ένας θυμωμένος φροντιζόμενος (child- derived role) ανταποδίδοντάς του τον ρόλο του αναποτελεσματικού φροντιστή (parental- derived role). Ίσως πάντα έπαιρνε αυτόν τον ρόλο απέναντι στους γονείς της όταν αρνούνταν την συναισθηματική κάλυψή της, και συνεπώς κάθε φορά που περιμένει κάποιον να την φροντίσει (other to self) ή από τον εαυτό της να γίνει φροντιστής του εαυτού της (self to self), γίνεται θυμωμένος φροντιζόμενος αναμένοντας την αναποτελεσματικότητα του συντρόφου- φροντιστή ή του εαυτού- φροντιστή (εμπλοκή- snag). Ταυτόχρονα προσπαθεί σε περιστάσεις όπως όταν το ζευγάρι χρειαζόταν χρήματα ή ουσίες, να αποδειχτεί ένας ικανός φροντιστής με αποτέλεσμα να αυτοθυματοποιείται και συγχρόνως να εκδικείται (συμμετοχή σε σεξουαλικά όργια προς εύρεση χρημάτων ή ουσιών) σαν να μην αξίζει να δώσει ή να πάρει φροντίδα με άλλα, υγιή μέσα (εμπλοκή ή snag). Είναι πυρηνικό της θέμα αν θα γίνει αποδεκτή ή όχι, αφού το σπίτι της συναισθηματικά μάλλον την απέρριψε (σε μια σκηνή εξομολογείται στον σύντροφό της ότι από το σπίτι της είχε μόνο χρήματα, κάτι που δεν της αρκούσε). Η οριακότητά της, εξάλλου, δικαιολογεί την αγωνία της για την αποδοχή και τις μεταπηδήσεις που κάνει από την εξιδανίκευση του συντρόφου στην υποτίμησή του (DSM-IV-TR). Είχε προφανώς μεγαλώσει με γονείς που λειτουργούσαν ως αναποτελεσματικοί φροντιστές με αποτέλεσμα να της είναι γνωστός αυτός ο ρόλος και να τον υιοθετεί στην ερωτική της σχέση (parent- derived role) αλλά και να τον ανταποδίδει και στον σύντροφό της βλέποντας, ίσως- πολύ υποθετικά-, σε αυτόν μεταβιβαστικά τον ρόλο του πατέρα της (self to other) αλλά και προβολικά ταυτιζόμενη μαζί του σε ένα κομμάτι του εαυτού της (self to self), κάτι που οδηγεί σε θυμό.
Ο Χάρυ, από την άλλη, βλέποντας μεταβιβαστικά στο πρόσωπο της Μάριον την μητέρα του, κάθε φορά που προσπαθεί να φανεί ιδανικός φροντιστής, κάτι που η μητέρα του ποτέ δεν κατάφερε να είναι απέναντί του αλλά και ο ίδιος απέναντί της, αναμένει τον θυμό της κοπέλας δίνοντάς της τον ανταποδοτικό ρόλο του θυμωμένου φροντιζόμενου (βλέποντας έτσι, μέσω προβολικής ταύτισης τον ρόλο που πολλές φορές είχε στη σχέση του με την μητέρα του αλλά και με τον ίδιο του τον εαυτό όταν ο ένας του ρόλος είναι ο αναποτελεσματικός φροντιστής και συγχρόνως ανταποδοτικά ο άλλος ο θυμωμένος φροντιζόμενος- self to self). Άλλες, πάλι, φορές αποκτά τον ρόλο του θυμωμένου φροντιζόμενου (child- derived role), κάθε φορά που αναμένει την φροντίδα από την κοπέλα του (μητέρα του- μεταβίβαση), ανταποδίδοντάς της ( self to other) τον ρόλο του αναποτελεσματικού φροντιστή ( που είχε και η μητέρα του).
Εν τέλει, και στους δύο ήρωες, και οι δύο ρόλοι λειτουργούν ανταποδοτικά ως states του εαυτού τους (internal- self to self), λόγω των ρόλων που υιοθετούσαν οι γονείς τους απέναντί τους και οι ίδιοι ανταποδοτικά σε αυτούς (external- self to other or other to self). Τώρα στα πλαίσια της ερωτικής τους σχέσης επαναλαμβάνονται τα ίδια μαθημένα patterns με αποτέλεσμα μέσω μεταβιβάσεων (μητρική και πατρική) και προβολικής ταύτισης να αναδύονται ευκολότερα δυσλειτουργικοί ρόλοι ανάμεσά τους (external) και αλληλοσυγκρουόμενα κομμάτια εαυτού (internal), πράγμα που οδηγεί σε θυμό και συγκρούσεις (θύτης- θύμα…)
Όταν λοιπόν οι ανταποδοτικοί ρόλοι θύτης- θύμα λειτουργούν εσωτερικά (internal- self to self) για τους δυο ήρωες προκαλείται θυμός για την αναποτελεσματικότητα φροντίδας του εαυτού προς τον εαυτό ενώ όταν λειτουργούν διαπροσωπικά (external- self to other or other to self) προκαλείται θυμός με την αναποτελεσματικότητα του άλλου να φροντίσει ή με την ανασφάλεια να δεχτεί φροντίδα, κατάσταση που ίσως τελικά ενισχύει τον θυμό προς τον εαυτό (προβολική ταύτιση) αν σκεφτούμε πόσο αυτοτιμωρητική είναι η χρήση ουσιών.
Αποτέλεσμα αυτών είναι η επιθετικότητα προς τον εαυτό ή προς τον άλλο να οδηγεί σε ενοχές ή ανασφάλεια και χαμηλή αυτοεκτίμηση, εν τέλει στη μη αποδοχή και μοναξιά, και οι δύο ήρωες να αναζητούν πάλι την αποδοχή επαναλαμβάνοντας το παθολογικό παιχνίδι των δυο ζευγαριών ανταποδοτικών ρόλων που περιγράφηκαν…




--- Θα λέγαμε ότι το ψυχολογικό σκηνικό μοιάζει να είναι κοινό με αυτό που περιγράφηκε νωρίτερα για τον Χάρυ και την Σάρα, κάτι που φαίνεται και από το διάγραμμα. Η Μάριον έχει πάρει την θέση της μάνας του Χάρυ (μεταβίβαση) και ίσως –πολύ υποθετικά- ο Χάρυ την θέση του πατέρα της Μάριον (μεταβίβαση). Η ανάγκη για αποδοχή παραμένει ακάλυπτη και οι δύο ήρωες επαναλαμβάνουν το παιχνίδι των ανταποδοτικών ρόλων που είχαν μάθει να παίζουν, αναποτελεσματικός φροντιστής- θυμωμένος φροντιζόμενος ( ο θυμός εδώ είναι πιο έντονος απ’ ότι στη σχέση Χάρυ και Σάρα). Συνεπώς, τα διλήμματα, οι παγίδες και οι εμπλοκές που περιγράφηκαν νωρίτερα ισχύουν και εδώ, με την διαφορά ότι εδώ οι εμπλοκές- snags που γεννήθηκαν μέσα στα δύο οικογενειακά συστήματα των ηρώων έχουν μεγαλύτερη θέση.
Ακόμη, η επιθετικότητα εδώ λαμβάνει μεγαλύτερη θέση, με διαφορετική μορφή (όπως φαίνεται στο σχεδιάγραμμα) απ’ ότι στο προηγούμενο ζεύγος ρόλων, αλλά με κοινό σημείο τον αυτοτιμωρητικό χαρακτήρα. Ας μην ξεχνάμε ότι εδώ έχει προστεθεί ένα νέο ζεύγος ανταποδοτικών ρόλων, θύτης- θύμα.
Τέλος, είναι πολύ έντονες οι μεταπηδήσεις που γίνονται από την εξιδανίκευση στην υποτίμηση των ηρώων, κάτι που αιτιολογεί η οριακότητα (DSM-IV-TR) κυρίως στη συμπεριφορά της Μάριον.

Γ) Σάρα και φίλες: Επιβραβεύων- Επιβραβευμένος

-Πλαίσιο γένεσης και εξέλιξης ανταποδοτικών ρόλων:

Οι φίλες της Σάρας είναι στη παρούσα φάση από τα σημαντικότερα άτομα στη ζωή της. Έχουν το κοινό σημείο της ηλικίας που ευνοεί την επικοινωνία μεταξύ τους και κάθε είδος κοινωνικής συναλλαγής. Όταν η Σάρα αρχίζει να αναφέρει την περίπτωση της παρουσίας της στο τηλεπαιχνίδι, αρχικά οι φίλες της είναι αμυντικές και λίγο αποστασιοποιημένες από αυτή της την πρόθεση. Γρήγορα όμως αρχίζουν να την ενθαρρύνουν, και στην έναρξη της δίαιτας με τα χάπια αρχίζουν να την ενισχύουν, να την επιβραβεύουν.
Έτσι, παίρνουν τον ρόλο του επιβραβεύοντος απέναντι στην Σάρα ανταποδίδοντάς της τον ρόλο του επιβραβευμένου (external- others to self), ενισχύοντας τελικά, μέσα από προβολική ταύτιση (Ryle, 1994), το δικό τους κομμάτι που λειτουργεί με τον ρόλο του επιβραβευμένου (internal- self to self) . Εξηγώντας, για τις φίλες της Σάρας, η Σάρα και η ανάγκη της να γίνει πάλι νέα, όμορφη και αποδεκτή από τους γύρω της, λειτουργεί ως πεδίο εκκίνησης για μια δική τους προσπάθεια για αλλαγή, επαναπροσδιορισμό του εαυτού τους, ενίσχυση της αυτοεκτίμησής τους και αναζήτηση αποδοχής. Από την άλλη η Σάρα επιβραβεύει (επιβραβεύων) μέσα από την ενίσχυση που έχει από τις φίλες της το κομμάτι του εαυτού της που θέλει επιβράβευση (επιβραβευμένος) (internal- self to self) ενώ λειτουργεί και ως επιβραβεύων των φίλων της που αποκτούν, έτσι, τον ανταποδοτικό ρόλο του επιβραβευμένου (external- self to others) ακριβώς γιατί την επιβραβεύουν, και αυτό ενισχύει τον φαύλο κύκλο που ακολουθεί .Εξάλλου και αυτή ανταποδίδει με το να αποτελεί το μέσο (προβολική ταύτιση) για επιστροφή στη νιότη και την ιδεώδη παντοδυναμία.
Ο κύκλος ίσως σπάει στο τέλος της ταινίας, τότε που η φίλη της Σάρας ξεσπάει σε λυγμούς (ενοχές) αντικρίζοντας την Σάρα σε άθλια κατάσταση.

--- Η Σάρα στη προσπάθειά της να ξανακερδίσει την χαμένη της νιότη , την παντοδυναμία της και την ευκαιρία να νιώσει σημαντική για τους γύρω της, και κυρίως για τον Χάρυ, αναζητά την βοήθεια των φίλων της. Έτσι, λοιπόν, αποφασίζει μέσα στην παραληρηματικότητά της (DSM-IV-TR) να εμφανιστεί σε ένα tv show, ξεκινά εξαντλητικές δίαιτες με αμφεταμίνες και η κατάσταση αρχίζει σταδιακά να φεύγει από το κανονικό. Μια μάνα που προσπαθώντας να κερδίσει πίσω την αγάπη και την αποδοχή του εξαρτημένου της γιου, μέσα απ’ την επανεμφάνιση του τόσο σημαντικού «κόκκινου φορέματος» καταλήγει να είναι και αυτή εξαρτημένη με μοναδικό αποτέλεσμα εν τέλει την διαιώνιση της παθολογικότητας της κατάστασης.
Οι φίλες της Σάρα αρχίζουν να την ενισχύουν σε κάθε προσπάθεια επαναπροσδιορισμού του ρόλου της (ή και τους) και έτσι αρχίζουν να γεννιούνται οι ανταποδοτικοί ρόλοι του επιβραβεύοντος – επιβραβευμένου στην εξέλιξη των οποίων σημαντικό ρόλο παίζει η προβολική ταύτιση. Από την μια, οι φίλες της την ενισχύουν θετικά λειτουργώντας ως επιβραβεύοντες της Σάρα- επιβραβευμένη (external) αλλά από την άλλη προβολικά ταυτιζόμενες με την Σάρα ενισχύουν έμμεσα το δικό τους κομμάτι εαυτού που χρειάζεται επιβράβευση (internal) (δίλημμα: ‘Ή ενισχύω τον άλλο για κάτι κάνοντάς του κακό (η δίαιτα- εξάρτηση) ή θέλω να ενισχύσω εμένα ενισχύοντας τον άλλο (προβολική ταύτιση) κάνοντας όμως πάλι κακό στον άλλο (η δίαιτα- εξάρτηση)) .Η Σάρα, από την μια, ζητά θετική ενίσχυση για τις προσπάθειές της (external) από τις φίλες- επιβραβεύοντες και, από την άλλη, λειτουργώντας ως προβολικό μέσο για αυτές γίνεται ο επιβραβεύων τους (external) αλλά και επιβραβεύων του δικού της κομματιού που το χρειάζεται (internal) καθώς σε κάτι τέτοιο βοηθά η αποδοχή που βρίσκει από τις φίλες της (δίλημμα: ‘Ή ζητώ ενίσχυση για κάτι που όμως κάνει κακό στον εαυτό μου ή ενισχύω έμμεσα (προβολική ταύτιση) αυτούς που με ενισχύουν με αποτέλεσμα να με ενισχύουν ακόμη περισσότερο για κάτι που μου κάνει όμως πάλι κακό’: λειτουργεί και ως παγίδα) .
Αυτή η έννοια της αποδοχής εαυτού και άλλου οδηγεί σε μια αίσθηση δύναμης, αξίας και νεότητας , μια (ψευδ)αίσθηση που έχει και η Σάρα και οι φίλες της, που και αυτές ίσως έχουν τις ίδιες αναγκαιότητες με τη Σάρα, να αποκτήσουν αξία και αποδοχή από τους σημαντικούς Άλλους τώρα που τα χρόνια έχουν περάσει .Έτσι, ο φαύλος κύκλος ξεκινά, η αίσθηση παντοδυναμίας εχισχύεται καθώς και η εξάρτηση της Σάρα (και των φίλων τελικά), και η παγίδα ολοένα και γιγαντώνεται…
Snags:
-‘Θα γίνω αποδεκτή από τους γύρω μου και από τον γιο μου μόνο αν καταστρέψω τον εαυτό μου, έτσι μόνο θα μπορέσω να τραβήξω την προσοχή, δεν υπάρχουν υγιή μέσα...’
-‘Οι άλλοι με θεωρούν αποτυχημένη σε διάφορους ρόλους και δεν υπάρχει επιστροφή, η μόνη λύση είναι ο αργός θάνατος με την αυτοκαταστροφή μου…..
….-’δεν έχω να αποδείξω και κάτι άλλο πια, είμαι μια ηλικιωμένη που αργά ή γρήγορα θα πεθάνω έτσι και αλλιώς’


4. Βιβλιογραφία

Bennett, D. (1994). Readiness to Change- The Impact of Reformulation: A Case Example of
Cognitive Analytic Therapy. International Journal of Short- Term Psychotherapy.
Donias, S. (1993). Validating Conceptual Aspects of the Reformulation Process in CAT. British
Journal of Psychotherapy. England.
Elia, I. (2004). Mirror, Voice and Reciprocal Role.
Fonagy, P., Ryle, A. (1995). Psychoanalysis, Cognitive Analytic Therapy, Mind and Self.
British Journal of Psychotherapy. England.
Kaplan & Sadock’s, B.& V. (2001). Pocket Handbook of Clinical Psychiatry, third edition
(based on DSM-IV-TR). Philadelphia: Lippincott Williams & Wilkins .
Leiman, M. (1997). Dialogical Sequences and Bakthinian Voices.
Potter, S. (2004). Untying the Knots Relational States of Mind in Cognitive Analytic Therapy.
England.
Ryle, A. (1993). Cognitive-Analytic Therapy: Active Participation in Change. England: John
Wiley & Sons Ltd .
Ryle, A. & Kerr, I. B. (2002). Introducing Cognitive Analytic Therapy: Principles and Practice.
England: John Wiley & Sons Ltd .
Ryle, A. (1994). Projective Identification: A Particular form of Reciprocal Role Procedure.
British Journal of Medical Psychology. England.
Ryle, A. (1979). The Focus in Brief Interpretive Psychotherpy. Dilemmas, Traps and Snags-
Target Problems. British Journal of Psychotherapy. England.
Ryle, A. (1994). Persuation or Education? The Role of Reformulation in Cognitive Analytic
Therapy. International Journal of Short- Term Psychotherapy.

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009



Δίνω, δίνω, δίνω….και περιμένω, περιμένω, περιμένω…!!


Η εξαρτητική διαταραχή προσωπικότητας ανήκει σε εκείνη τη κατηγορία διαταραχών προσωπικότητας που έχει ως προεξάρχοντα στοιχεία το άγχος και τον φόβο.
Ο εξαρτητικός ασθενής θα βάλει τις ανάγκες και τις ευθύνες του σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με τις ανάγκες των άλλων ενώ συγχρόνως μεταφέρει την ευθύνη των αποφάσεών του στους άλλους.
Το επίπεδο αυτοπεποίθησης είναι συνήθως χαμηλό, ενώ το άτομο είναι σε μια συνεχόμενη φάση αναζήτησης βοήθειας και συμβουλών για μια απόφαση που συνήθως αργεί να λάβει μόνο του…
Ο εξαρτητικός απεχθάνεται την μοναξιά ενώ αναζητά την συνεχή επίβλεψη στην εργασία.
Δεν εκφράζεται συχνά διαφωνώντας, είναι παθητικός.
Η απώλεια μιας σχέσης μπορεί να φέρει καταθλιπτικά συναισθήματα στον ασθενή ενώ συχνά αδυνατεί να κάνει το υγιές βήμα της αποχώρησης από μια σχέση παρόλο που μπορεί να υπάρχει κακομεταχείριση.
Οι ψυχοδυναμικοί θεραπευτές δίνουν βάση στα άλυτα ζητήματα αποχωρισμού που έχει ο εξαρτητικός ασθενής ενώ εικάζουν ότι η εξαρτητική στάση μπορεί να λειτουργεί αμυντικά απέναντι στην ‘απαγορευμένη’ έκφραση επιθετικότητας.
Με Γνωσιακούς Αναλυτικούς όρους, η εξαρτητική διαταραχή βασίζεται σε μια ‘παγίδα’ γνωστή ως ‘trying to please the others’ trap, στην οποία ίσως έχουμε πέσει οι περισσότεροι κάποιες φορές…Λειτουργεί και αναπαράγεται μέσω μιας μορφής ‘φαύλου κύκλου’…δηλαδή
1.Θέλω να είμαι
αρεστός στους άλλους
2.Προσφέρω πολλά.
Οι άλλοι ωφελούνται…
3.Ξεχνώ εμένα…μάλλον και οι άλλοι!
4.Θυμός-
‘δεν αξίζω τίποτα.’
5.Λύση-‘παγίδα’-ξεκινώ πάλι απο το βήμα 1 με πιο έντονες και στρεσογόνες προσπάθειες και ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται...

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2009


‘ Η θεραπευτική σχέση στην Γνωσιακή Ανάλυση: Είναι αρκετή η απλή ύπαρξή της; Νόημα στη δόμηση και την ανάπτυξή της.’

Στη Γνωσιακή Αναλυτική ψυχοθεραπεία, όπως και στις περισσότερες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις, πολύ σημαντική θέση λαμβάνει η έννοια του Άλλου. Είναι πολλές οι φορές που ο Γνωσιακός Αναλυτής θα ακούσει από τον πελάτη του στο γραφείο ότι έχει προβλήματα στις σχέσεις του, τις ερωτικές, τις επαγγελματικές, τις οικογενειακές ή και τις φιλικές.
Ο Γνωσιακός Αναλυτής έχει ρόλο ενός Άλλου στη ζωή του πελάτη και όσο πιο ισχυρή γίνεται η θεραπευτική σχέση, τότε μιλάμε για έναν αρκετά Σημαντικό Άλλο.
Ο Γνωσιακός Αναλυτής θα προσπαθήσει αργά, και με σταθερά βήματα, να χτίσει με τον πελάτη του μια γερή θεραπευτική σχέση που θα στηρίζεται σε ένα αίσθημα εμπιστοσύνης και θεραπευτικής συνεργασίας. Ο ικανός Γνωσιακός Αναλυτής θα αποτελέσει, έτσι, ένα σύμμαχο ζωής για τον πελάτη και ένα ισχυρό –και ασφαλές-μέσο που θα συμβάλει στη θέση νέων θεραπευτικών στόχων (‘aims’), στην αναδιαμόρφωση παλιότερων στόχων και τελικά στην από κοινού εύρεση θεραπευτικών εξόδων (‘exits’). Για την Γνωσιακή Ανάλυση, η συνεργασία είναι μια πολύ βασική προϋπόθεση της σωστής και επιτυχημένης θεραπείας. Ο θεραπευτής στα πλαίσια αυτής της προσέγγισης- προς διαφοροποίηση από κάποιες άλλες- δεν έχει ρόλο αυθεντίας αλλά, αντιθέτως, συνεργάζεται με τον πελάτη του, τον ακούει και τον αφήνει να δώσει την γνώμη του, και κάποιες φορές να αυτοσχεδιάζει ο ίδιος τον συγχρονισμό και τον βηματισμό του κοινού θεραπευτικού χορού.
Ένα σημαντικό εργαλείο στην Γνωσιακή Αναλυτική θεραπεία είναι η θεραπευτική προσέγγιση των ρόλων ζωής που ο πελάτης έχει υιοθετήσει και αναπαράγει στις κοντινές του σχέσεις, εκλύοντας έτσι από τους γύρω του τους ρόλους που ταιριάζουν στους δικούς του. Μιλάμε για τους γνωστούς ‘ανταποδοτικούς ρόλους’ που ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την διατήρηση της παθολογίας του πελάτη.
Δεν είναι καθόλου σπάνιο, ο πελάτης να αναπαράγει (‘enactement’) τους ανταποδοτικούς του ρόλους στα πλαίσια της σχέσης του με τον θεραπευτή. Σε αυτές τις περιπτώσεις, θα πρέπει να έχει δομηθεί η θεραπευτική σχέση σε ένα κλίμα ασφάλειας και εμπιστοσύνης ώστε να μπορέσει ο Γνωσιακός Αναλυτής, χωρίς να εμπλακεί προσωπικά (‘collusion’), να βοηθήσει τον πελάτη του να κατανοήσει τον παθολογικό χαρακτήρα των ρόλων που μεταφέρει in vivo στο γραφείο και, συγχρόνως, να μπορέσει ο πελάτης να φέρει στο γραφείο, μέσα από την αυτοαποκάλυψη, τους ανταποδοτικούς ρόλους που ‘έχει μάθει καλά να παίζει’ στη ζωή του.
Γενικά, υπάρχει μια ισχυρή άποψη από πολλούς ψυχοθεραπευτές- και δη Γνωσιακούς Αναλυτές- βάσει της οποίας, αν η θεραπευτική σχέση έχει δομηθεί σε ασφαλή πλαίσια και σε ένα κλίμα εμπιστοσύνης, μπορεί να αποτελέσει σε μεγάλο βαθμό η ίδια μια πρώτη θεραπευτική έξοδο (‘exit’) του πελάτη. Συγχρόνως, ο Γνωσιακός Αναλυτής θα πρέπει να αναγνωρίζει και να κατανοεί τις δυνατότητες και ικανότητες του πελάτη του για θεραπευτική δουλειά. Μπορεί ένας πελάτης να μην έχει το ψυχικό σθένος και τη δύναμη για βαθιά θεραπευτική εργασία ή για μεγάλες αποκαλύψεις. Καλό είναι ο Γνωσιακός Αναλυτής να αρχίσει εξ’ αρχής να αναγνωρίζει τις δυνατότητες του πελάτη του και να τον βοηθά να τις αναπτύσσει με αργά και σταθερά βήματα. Αναφερόμαστε, έτσι, στη λεγόμενη θεωρία της ‘ζώνης εγγύτατης ανάπτυξης’ του πελάτη, την οποία έχει αναπτύξει ο Vygotski, και την οποία έχει υιοθετήσει με μεγάλη επιτυχία η Γνωσιακή Αναλυτική ψυχοθεραπεία.